Η Διακήρυξη της Κεσσάνης

ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ, ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ...

2/7/17

Εισηγήσεις στην ημερίδα με θέμα "Η ψυχική υγεία των προσφύγων"


Παρακάτω δημοσιεύουμε 5 από τις πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις στην ημερίδα που διοργάνωσε ο ΣΥΠΡΟΜΕ με θέμα : "Η Ψυχική Υγεία των Προσφύγων στη μέγγενη της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας και της Ευρώπης Φρούριο".
Πρόκειται για τις εισηγήσεις με τη σειρά που παρουσιάστηκαν :

1. της Δέσποινας Κωστοπούλου, ψυχολόγου, με θέμα "Η εμπειρία του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής ΠΕΔΥ με τα παιδιά, τους εφήβους και τις οικογένειες προσφύγων", 

2. της  Καλλιόπης Οικονόμου, ειδικής παιδαγωγού, με θέμα " Προβληματισμοί για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση»

3. της Χρύσας Γιαννοπούλου, διδάκτορα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Παν/μιο Μακεδονίας, με θέμα «Προσεγγίσεις του “άλλου” και διαχείριση της προσφυγικής κρίσης».

4. της Δήμητρας Ξενάκη,  ψυχολόγου-ψυχοθεραπεύτριας από το Κοινωνικό Φαρμακείο-Ιατρείο Ν. Φιλαδέλφειας, με θέμα «Σκέψεις, εμπειρίες, προβληματισμοί στη διαδρομή μας με πρόσφυγες και μετανάστες»

5. του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου, ψυχίατρου, με θέμα "Η ανάγκη για μια διαπολιτισμική προσέγγιση στην ψυχική οδύνη του πρόσφυγα"
1. της Δέσποινας Κωστοπούλου, ψυχολόγου,
Η εμπειρία του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής ΠΕΔΥ με τα παιδιά, τους εφήβους και τις οικογένειες προσφύγων

Είχαμε σκεφτεί αρχικά να σας δείξουμε σκίτσα και ζωγραφιές των παιδιών που επισκέφτηκαν το ΚΠΨΥ. Όσοι έχουν πλησιάσει έστω και λίγο αυτό το θέμα γνωρίζουν πως οι ζωγραφιές των παιδιών προσφύγων είναι γεμάτες από βάρκες, γκρεμισμένα κτίρια, βόμβες από αεροπλάνα, νεκρούς και αίμα. Προτιμήσαμε να μην φέρουμε αυτό το υλικό και να σταθούμε περισσότερο στη συζήτηση του θέματος της πρόληψης στην ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων προσφύγων.

Λίγα λόγια για την πρόληψη

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας απευθύνει την πολιτική για την ψυχική υγεία του παιδιού και του εφήβου στην περιγεννητική περίοδο (από τη σύλληψη στη γέννηση), στην παιδική ηλικία (από τη γέννηση μέχρι την ηλικία των 9 ετών) και στην εφηβεία (από την ηλικία των 10 μέχρι την ηλικία των 18 ετών).

Η πολυαιτιολογία των ψυχικών διαταραχών της παιδικής ηλικίας αποτελεί την βάση ενός ευρέως φάσματος ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων. Παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξή τους στα παιδιά είναι:
Α) τα χαρακτηριστικά του παιδιού: ιδιοσυγκρασία, νοημοσύνη, φύλο, κληρονομικότητα
Β) γονεϊκοί και οικογενειακοί παράγοντες: γονεϊκή φροντίδα,
attachment
Γ) περιβαλλοντολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες: σχολείο, ομάδα συνομηλίκων, υποστηρικτικά συστήματα στην κοινότητα, κοινωνικό-οικονομική κατάσταση, πολιτικές
Δ) στρες, γεγονότα ζωής και ψυχική διαταραχή: αντιδράσεις στο στρες

Ομάδες υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση ψυχολογικών - ψυχιατρικών προβλημάτων, σε κάποια στιγμή της ζωής, αποτελούν :
• Οι έφηβοι με παραβατική συμπεριφορά και τα παιδιά που προέρχονται από περιβάλλον με παρόμοια χαρακτηριστικά.
• Τα παιδιά που ζουν σε ιδρύματα και εκείνα που κακοποιήθηκαν σωματικά, συναισθηματικά ή σεξουαλικά.
• Τα παιδιά με νοητική υστέρηση ή άλλες αναπτυξιακές διαταραχές
• Τα παιδιά με αναπηρίες, χρόνιες ασθένειες και αισθητηριακά προβλήματα.
• Τα παιδιά γονέων με ψυχική νόσο ή κατάχρηση ουσιών
• Οι πρόσφυγες
• Τα παιδιά που βίωσαν τραυματικές εμπειρίες ή ήταν μάρτυρες τέτοιων γεγονότων

Βάση των γενετικών, αναπτυξιακών, βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών δεδομένων οι ανάγκες των παιδιών και των εφήβων σε σωματικό, συναισθηματικό, νοητικό και κοινωνικό επίπεδο είναι διαφορετικές και μια ένδειξη παθολογίας στο παιδί δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόσημη με την ψυχική ασθένεια του ενήλικα. Το παιδί είναι εξαρτημένο από τους γονείς του. Το παιδί είναι ένας αναπτυσσόμενος οργανισμός. Το παιδί έχει διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας σε σχέση με τον ενήλικα. Τέλος, για το παιδί απαιτείται η προσέγγισή του μέσα από διεπιστημονική ομάδα ειδικοτήτων, της οποίας τα μέλη με τη διαφορετική εκπαίδευση και προσωπικότητα, καθώς και με τις διαφορετικές ικανότητες που έχει το καθένα, θα φέρουν μέσα στην ομάδα τη δική τους άποψη, για μια όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη εκτίμηση και αντιμετώπιση της περίπτωσης του παιδιού.

Στόχος της Ψυχικής Υγείας δεν σημαίνει, απλά, εντοπισμός και αποκατάσταση μιας ψυχικής μειονεξίας, ενός ψυχικού προβλήματος. Ο όρος Ψυχική Υγεία ταυτίζεται με την ανάπτυξη δράσεων πρόληψης για το παιδί.
Οι δράσεις πρόληψης εντάσσονται στους κάτωθι τομείς δραστηριοτήτων, που μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους στην οργάνωση και την στελέχωση, αλλά οι λειτουργίες τους και οι υπηρεσίες τους είναι αλληλένδετες.

Α) Η Πρωτογενής πρόληψη περιλαμβάνει μέτρα, ενέργειες με στόχο την αποφυγή εμφάνισης διαταραχής ή νόσου. Στόχος της πρωτογενούς πρόληψης είναι ομάδες ατόμων από τον γενικό πληθυσμό με σκοπό την αποφυγή ή μείωση της επίπτωσης μιας νόσου στον πληθυσμό, έκθεσης σε παράγοντες που συνδέονται αιτιολογικά με νοσήματα ή συμπτώματα, όπως π.χ. το κάπνισμα. Εργαλεία, μπορεί να είναι η ενημέρωση, οι ημερίδες, οι ομάδες παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών κ.α.

Β) Η Δευτερογενής πρόληψη, αντιστοιχεί σε όλες εκείνες τις δράσεις που καλύπτουν την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της ψυχικής διαταραχής. Είναι αυτονόητο ότι αυτές οι δράσεις απαιτούν την ύπαρξη και την καταλληλότητα δομών παροχής υπηρεσιών υγείας


Γ) Η Τριτογενής πρόληψη, περιλαμβάνει τη φροντίδα, την αποκατάσταση και την κοινωνική ενσωμάτωση των παιδιών με χρόνιες παθήσεις.

Σήμερα το μοντέλο που καλούμαστε να υιοθετήσουμε είναι εκείνο της «ολιστικής πρόληψης», όπου υποστηρίζεται ότι είναι πρακτικά αδύνατο και επιστημονικά επιφανειακό να ξεχωρίσουμε την προαγωγή της υγείας και την πρωτογενή πρόληψη από την δευτερογενή και τη θεραπεία στον τομέα της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα όταν οι προσδοκώμενες αλλαγές αφορούν σε τρόπους ζωής και πολιτισμικά καθορισμένους τρόπους συμπεριφοράς. Πέραν του ότι οι ψυχικές διαταραχές του παιδιού δεν ομοιάζουν με εκείνες των ενηλίκων, είναι γνωστό ότι η κατανόηση του παιδιού και των διαταραχών περνάει μέσα από τον προσδιορισμό του περιβάλλοντος όπου διαβιεί, κινείται, δημιουργεί. Βάση αυτού του πλαισίου, οι δράσεις κινούνται δια μέσου του οικογενειακού πλαισίου και της ανάπτυξης.

Ο προσανατολισμός  τα τελευταία χρόνια, έχει επικεντρωθεί στις δραστηριότητες της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης στο επίπεδο της κοινότητας, γεγονός που προϋποθέτει την ανάπτυξη υπηρεσιών εξωνοσοκομειακής περίθαλψης και πρόληψης.

Το παιδί, λοιπόν, διατρέχεται από αυτό το πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας, που δίνει την δυνατότητα μιας σύνθετης διεπιστημονικής προσέγγισης και θα πρέπει να περιλαμβάνει, πέραν της διαγνωστικής και θεραπευτικής προσέγγισης, τους κάτωθι άξονες παρέμβασης:


Α) συνεργασία με τους γονείς που συχνά είναι αγχώδεις και μπορεί να αντιμετωπίζουν δικά τους προβλήματα,

 Β) συμβουλευτική εργασία με οικογενειακούς γιατρούς, με παιδιάτρους, με εκπαιδευτικούς, με νοσοκόμους και γενικά με όποιον έρχεται σε επαφή με το παιδί με σημαντικό τρόπο


Γ) συνεργασία με ιατρικούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς, με ιδρύματα, με υπουργεία, με την τοπική αυτοδιοίκηση, με σχολεία, με νοσοκομεία, με νομικούς και δικαστικούς φορείς.



Το Κέντρο ΠαιδοΨυχικής Υγιεινής  βρίσκεται στην οδό Ηπείρου 17 στο κέντρο της Αθήνας και αναλαμβάνει διαγνωστικά και θεραπευτικά οικογένειες  με παιδιά και εφήβους που αντιμετωπίζουν ψυχολογικά και αναπτυξιακά ζητήματα, θέματα σχέσεων στην οικογένεια, όλη σχεδόν την ψυχοπαθολογία που μπορεί να αναπτυχθεί σε αυτές τις ηλικίες, εκτός μόνο από τις περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται σε δομές για τις εξαρτήσεις και την ειδική αγωγή καθώς και εκείνες που χρειάζονται επείγουσα νοσοκομειακή φροντίδα.

Φέτος κλείνει 50 χρόνια λειτουργίας.

Τα τελευταία 6 χρόνια, πέρα από την καθημερινή διαγνωστική και θεραπευτική δουλειά, συνεργαζόμαστε συστηματικά με φορείς της κοινότητας και σχολεία, κυρίως Γυμνάσια, στο Κέντρο της Αθήνας, προκειμένου να υπάρξουν γέφυρες συνεργασίας με όσους γονείς και εκπαιδευτικούς δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ανακαλύπτουμε ξανά πως αν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό: χωρίς τέτοιες πρωτοβουλίες, οι ανάγκες για εκτίμηση και αντιμετώπιση των δυσκολιών των μαθητών και των οικογενειών τους συχνά μένουν στο κενό.  

Μιλάμε για σχολεία με 250 μαθητές το καθένα κατά μέσο όρο, με ποσοστά 60-90% να φοιτούν παιδιά μεταναστών, αδιάγνωστα ως προς τις μαθησιακές δυσκολίες τους και με διάφορα κοινωνικά προβλήματα συχνά αλλά και με πολύ αφοσιωμένους εκπαιδευτικούς.

Σε αυτά τα πλαίσια ανοίγματος στην κοινότητα και ανταπόκρισης στις αυξημένες ανάγκες των προσφύγων, ξεκινήσαμε αρχικά μια πρώτη συνεργασία με ένα Κέντρο Ημέρας που λειτουργούσε η Κάριτας Ελλάς στην πλατεία Βικτωρίας, όπου παρείχε πρωινό, ζεστό μπάνιο, ρούχα, ενημέρωση, φόρτιση των κινητών και ένα κανονικό κρεβάτι για λίγες ώρες σε γυναίκες έγγυες ή με μικρά παιδιά. Το Κέντρο αυτό επισκέπτονταν πολλοί τότε άστεγοι πρόσφυγες της πλατείας Βικτωρίας αλλά και άνθρωποι που στεγάζονταν σε camps.

Σε μια συνάντηση γνωριμίας, οργανώσαμε ένα πρωινό κέρασμα και δώρα για τα παιδιά, καθώς και θεατρικό και μουσικοκινητικό παιχνίδι. Οι υπεύθυνοι του χώρου αλλά και οι γονείς των παιδιών σχολίασαν πόσο καλό θα ήταν να το είχαν αυτό τα παιδιά κάθε μέρα. Ο αρχικός μας στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας και παραπομπής στο ΚΠΨΥ οικογενειών στις οποίες θα μπορούσαμε να είμαστε χρήσιμοι. Επειδή οι γονείς ήταν διερχόμενοι από το Κέντρο, με πολλά άμεσα προβλήματα επιβίωσης δεν διατυπώθηκαν αιτήματα για παραπομπή στο ΚΠΨΥ.

Στη συνέχεια ήρθαμε σε επαφή με το CITY PLAZA, αρχικά με την ομάδα των εθελοντών εκπαιδευτικών από τα Πίσω Θρανία και κατόπιν μας ανέλαβε η Μαργαρίτα Γεωργανοπούλου, αλληλέγγυα και συντονίστρια στην κατάληψη, που βρισκόταν εκεί τα πρωινά και που με την πολύ μεγάλη οργανωτικότητά της καθώς και με την ευαισθητοποίησή της στα θέματα ψυχικής υγείας των παιδιών και εφήβων, καταφέραμε τα εξής:

·       Αρχικά ήρθαν περίπου 30 παιδιά που διέμεναν στην κατάληψη, με γονείς, μεταφραστές αραβικών και φαρσί, και εθελοντές, και συμμετείχαν σε ομάδα θεατρικού παιχνιδιού, μουσικοκινητικής αγωγής και παραμυθιού.

·       Στη συνέχεια για 2 μήνες (Ιούλιο και Αύγουστο)  ομάδες 10 παιδιών έρχονταν 3 φορές την εβδομάδα στον παιδότοπο του Κέντρου. Τα παιδιά είχαν ομοιογένεια ως προς την μητρική γλώσσα και την ηλικία. Μετά τις πρώτες συναντήσεις, στις οποίες κάποια ειδικός του Κέντρου αναλάμβανε ομαδικά παιχνίδια, στη συνέχεια τα παιδιά αποζητούσαν τα παιχνίδια που ήθελαν, έπαιζαν σε παρέες με χαρά και ζωντάνια. Μια ευγενική δωρεά επέτρεψε το κέρασμα παγωτού σε κάθε επίσκεψη των παιδιών.

·       Από τον Σεπτέμβρη αρχίσαμε να δεχόμαστε αιτήματα από οικογένειες για αξιολόγηση/διάγνωση των θεμάτων που αντιμετώπιζαν τα παιδιά τους. Σταδιακά ήρθαν και κάποιοι λίγοι ασυνόδευτοι έφηβοι.

·       Από τον Σεπτέμβρη επίσης λειτούργησαν 2 ομάδες από εθελοντές, μια μουσικοκινητικής αγωγής και μια χειροτεχνίας σε 15θήμερη βάση και με σταθερή δομή και συμμετοχή στην ομάδα των παιδιών.

Είχαμε περίπου 25 διαφορετικά αιτήματα, μέχρι τον Φλεβάρη-Μάρτη που διήρκεσε αυτή η συνεργασία. Αξιολογήσαμε παιδιά και εφήβους που έρχονταν με αρχικά «συμπτώματα» τις συναισθηματικές δυσκολίες, υπερκινητική ή επιθετική συμπεριφορά, κινητικές δυσκολίες καθώς και παιδιά με εγκεφαλική παράλυση. Παράλληλα, είδαμε χωριστά τους γονείς τους. Ακολούθησαν παραπομπές για περαιτέρω αξιολογήσεις (παιδοψυχιατρική, νευρολογική, ορθοπεδική) καθώς και παραπομπές στο Χατζηπατέρειο ειδικό σχολείο για τα παιδιά με εγκεφαλική παράλυση. Στο ΚΠΨΥ παρέμειναν για μικρό διάστημα παιδιά και έφηβοι που είχαν την ανάγκη να επεξεργαστούν την εμπειρία του πολέμου και της μετακίνησης σε άλλο τόπο, κάτω από αντίξοες συνθήκες, συχνά αποχωριζόμενοι αγαπημένα πρόσωπα, χωρίς κάποια ψυχοπαθολογία. Οι θεραπευτικές συνεργασίες κάποιες φορές δεν χρειάζονταν καν την παρουσία μεταφραστή (όταν η παιγνιοθεραπεύτρια εργαζόταν με βάση το συμβολικό παιχνίδι).

Όσον αφορά τη διαδικασία, πήγαμε 2 φορές στο city plaza, τη μια για να γνωριστούμε με τη Μαργαρίτα και να φτιάξουμε το πλαίσιο, τη δεύτερη για να ενημερώσουμε τους γονείς. Γνωρίσαμε εξαιρετικούς ανθρώπους, θυμάμαι την Σουπχία, ειδική παιδαγωγό, διευθύντρια σε ειδικό σχολείο στη Δαμασκό. Έπειτα, κάναμε «χώρο» για τα ραντεβού από την κατάληψη, η Μαργαρίτα μαζί με την εθελόντρια παιδίατρο είχαν ήδη εντοπίσει κάποια παιδιά για εκτίμηση και είχαν να πείσουν τους γονείς. Ενημερώναμε τη Μαργαρίτα με εβδομαδιαίο πρόγραμμα ωρών και ραντεβού κι εκείνη συνόδευε τα παιδιά μαζί με μεταφραστή.

Επιδιώξαμε να λειτουργήσουμε ως δίκτυο ειδικών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας για τα αιτήματα από το σίτι πλάζα, με άλλους εθελοντές ειδικούς  της κατάληψης, πράγμα όχι πολύ εύκολο, αλλά όποτε χρειάστηκε, λειτούργησε. Για παράδειγμα, όταν χρειαστήκαμε ψυχίατρο για κάποιους γονείς, επειδή στο ΚΠΨΥ δεν υπάρχει.

Η ιδιαιτερότητα της τράνζιτ συνθήκης των περισσότερων ανθρώπων που είδαμε δεν άφηνε πολλά περιθώρια για μακροχρόνια συνεργασία. Κι όταν συνειδητοποιούσαμε τους περιορισμούς που έθετε και το γεγονός πως δεν είμαστε μια υπηρεσία για πρόσφυγες - οπότε αδυνατούσαμε να απαντήσουμε σε όλες τις ανάγκες-  ανακαλύπταμε και τα μεγάλα κενά σε επίπεδο φροντίδας.  Ύστερα τέθηκαν κάποια στιγμή και τα ερωτήματα της νομιμότητας (το στάτους των καταλήψεων, το να βλέπουμε ανήλικους ασυνόδευτους), όμως αυτή ήταν και είναι η πραγματικότητα και μέσα σε αυτήν δουλέψαμε. Στο τέλος βέβαια οι άνθρωποι που συνεργαζόμασταν έφευγαν για άλλες χώρες ή για τα camps που ήταν εγγεγραμμένοι.

Δύσκολοι αποχωρισμοί και για εμάς. Όμως, είχαμε αποφασίσει πως θα σεβαστούμε, πέρα από τις πολιτισμικές διαφορές που είχαμε να διδαχθούμε, και την επιθυμία των ανθρώπων να ορίσουν οι ίδιοι τον προορισμό και το πλάνο ζωής τους. Ακόμα κι αν δεν πιστεύαμε σε μια Ευρώπη-παράδεισο. Στην πορεία των συνεδριών, καθώς ξεδιπλώνονταν οι πολύ ανθρώπινες ιστορίες, παύαμε να νιώθουμε ξένοι και άλλοι, και να καταλαβαίνουμε πως η ανθρώπινη επικοινωνία είναι πέρα και πάνω από σύνορα.

Στον παιδότοπο υπάρχει σε μια γωνιά μια παιδική κουζίνα, με κουζινικά, πλαστικά φαγητά κλπ, μπανάλ, μικροαστικά θα πει κανείς, ώσπου ένα τετράχρονο κορίτσι, αφού έχει παίξει για ώρα την νοικοκυρά και μαγείρισσα,  λέει κάποια στιγμή στην μητέρα της, που συνόδευε «μαμά, πότε θα πάμε σε ένα σπίτι με δική μας κουζίνα;». Το συμβολικό παιχνίδι της μετατράπηκε σε μια πραγματική ανάγκη, για εστία, ανθρώπινες συνθήκες και όρους διαβίωσης. Και τα παιδιά ξέρουν να κοιτάνε μπροστά.



Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε μια έρευνα που δημοσίευσε τον Μάρτιο 2017 το σκέλος της ΜΚΟ Σώστε τα παιδιά που δουλεύει στη Συρία τώρα και την βρήκα στο tvxs.

Παιδιά και νέοι που ζουν στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο Συρία συχνά οδηγούνται σε κατάθλιψη. Κάνουν χρήση ναρκωτικών, αυτοτραυματίζονται ή κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας προκειμένου να ξεφύγουν από τη φρίκη στην οποία ζουν εδώ και έξι χρόνια.

Τα αποκαλυπτικά αυτά στοιχεία φέρνει στην δημοσιότητα μια νέα έκθεση της οργάνωσης Save the Children. Σύμφωνα με αυτή, ένα στα τέσσερα ή περίπου 2,5 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται στο χείλος της ανάπτυξης ή έχουν ήδη αναπτύξει κάποια ψυχική διαταραχή. 

Τα στοιχεία είναι καταθλιπτικά:

·       Το 84% των ενηλίκων και σχεδόν όλα τα παιδιά πιστεύουν ότι οι συνεχείς βομβαρδισμοί είναι ο βασικός λόγος του ψυχολογικού στρες που βιώνουν. 

·       Το 50% των παιδιών λένε ότι ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν νιώθουν ασφαλή στο σχολείο. 

·       Το 40% των παιδιών λένε ότι ποτέ δεν νιώθουν ασφαλή όταν παίζουν σε εξωτερικό χώρο ακόμη κι αν αυτός είναι ακριβώς έξω από το σπίτι τους. 

·       Το 89% των ενηλίκων λένε ότι τα παιδιά γίνονται όλο και πιο φοβισμένα, όλο και πιο ταραγμένα κάθε ημέρα που ο πόλεμος συνεχίζεται. 

·       Το 71% δηλώνει ότι τα παιδιά υποφέρουν όλο και περισσότερο από ενούρηση στο κρεβάτι τους και ακούσια ούρηση. 

·       Ένα στα τέσσερα παιδιά ή συνολικά 2,5 εκατομμύρια παιδιά έχουν αναπτύξει ή βρίσκονται κοντά στο να αναπτύξουν κάποια ψυχική διαταραχή. 

·       Περίπου 5 εκατομμύρια Σύροι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από το 2011. Από τα 13,5 εκατομμύρια που χρειάζονται βοήθεια, σχεδόν οι μισοί είναι παιδιά. 



Τα συμπτώματα

Τα συμπτώματα που παρουσιάζουν τα παιδιά του πολέμου είναι συνεχείς εφιάλτες, ενούρηση στο κρεβάτι κατά τον ύπνο, θυμός, αυτοκτονικός ιδεασμός και κατάθλιψη. Πολλά επίσης υποφέρουν από συνεχές τραύμα, λόγω των συνεχιζόμενων βομβαρδισμών, των θανάτων και των καταστροφών. Τα περισσότερα από τα παιδιά που μίλησαν για την σύνταξη της έκθεσης δήλωσαν πολύ φοβισμένα για να παίξουν σε εξωτερικούς χώρους, εγκατέλειψαν το σχολείο ή είδαν το θάνατο ενός φίλου ή συγγενή μπροστά στα μάτια τους. 

«Περίπου πέντε έως έξι μήνες πριν, ένα παιδί που ήταν μόλις 12 χρονών έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο πριν, ακόμη και με παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας», λέει ο Σαρίφ, εργαζόμενος σε δομή ψυχικής υγείας. «Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε επίθεση με παγιδευμένο αυτοκίνητο. Προσπάθησαν να εξηγήσουν στο παιδί ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε, έγινε μάρτυρας και θα πάει στον Παράδεισο. Το παιδί πίστεψε ότι αν πεθάνει θα δει τον πατέρα του. Κρεμάστηκε με ένα μαντίλι». 



Προφανώς για τέτοιους σοβαρούς λόγους αναγκάζονται να φύγουν οι άνθρωποι από τις εστίες τους, για να γλιτώσουν από τον θάνατο, φυσικό ή ψυχικό. Εναπόκειται σε εμάς να φροντίσουμε αυτούς που επιβίωσαν, με τα τραύματα ορατά και απτά, να είμαστε διαθέσιμοι και να βοηθάμε, από τη θέση του ο καθένας και όπως μπορεί, να βρουν νόημα σε αυτή την απάνθρωπη περιπέτεια της ζωής τους, που έφερε ο πόλεμος.



Σας ευχαριστώ



Δέσποινα Κωστοπούλου

2. της  Καλλιόπης Οικονόμου, ειδικής παιδαγωγού, με θέμα " Προβληματισμοί για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση»

Η ανάγκη για μια διαπολιτισμική προσέγγιση για την κατανόηση της οδύνης του πρόσφυγα.

Να είσαι πρόσφυγας σημαίνει να στέκεσαι στο τέλος της ουράς


Για να σου δώσουν ένα κλάσμα μιας χώρας.


Ο παππούς σου συνήθιζε να στέκεται χωρίς να ξέρει για ποιον λόγο.


Και το κλάσμα είσαι εσύ και πρέπει να μάθεις.

Οι προφήτες έχουν συνταξιοδοτηθεί μην περιμένεις κανέναν να σταλεί για χάρη σου.  Φαγιάντ





Όταν η Δέσποινα μου πρότεινε να καταθέσουμε την εμπειρία μας, ένιωσα ότι είναι ένα θέμα που με ξεπερνά. Ένιωθα να  με καθηλώνει η οδύνη, ο πόνος να με ακινητοποιεί! Τι να πρωτοπείς!

Αμέσως όμως στο μυαλό μου ήρθε η Σάρα και ο Αλί.

Η Σάρα είναι ένα κορίτσι από την Αιθιοπία, που οι γονείς της είχαν φύγει, λόγω εμφύλιου και διασχίζοντας την Τουρκία, μέσω Έβρου, είχαν έρθει στην Ελλάδα πριν οκτώ χρόνια. Στην Τουρκία πεθαίνει ο πατέρας της από ασθένεια και γεννιέται η ίδια, διότι η μητέρα της ήταν έγκυος όταν είχε φύγει από την Αιθιοπία. Στην Ελλάδα φθάνει τελικά η μητέρα της και η ίδια.

Η δασκάλα του σχολείου της, σχολείο Κολωνού, την παρέπεμψε μέσω άτυπης διαδικασίας στο Κέντρο, μέσω επαφών,  για αξιολόγηση των δυσκολιών μάθησης και προβλημάτων συμπεριφοράς. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, χτυπά το κινητό που της είχε αφήσει η μητέρα της και μιλά με έναν αστυνομικό. Μου δίνει το κινητό και πράγματι  είναι ένας αστυνομικός, ο οποίος ρωτά τη διεύθυνση του Κέντρου, διότι η μητέρα της έχει χαθεί και δεν γνωρίζει που ακριβώς είμαστε. Λέω τη διεύθυνση. Η Σάρα είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Τη διαβεβαιώνω ότι η μαμά της είναι καλά, θα έρθει σε λίγο εδώ και της λέω ακόμη ότι αν θέλει μπορούμε να σταματήσουμε. Η ίδια μου λέει όχι και επιμένει να συνεχιστεί η διαδικασία. Συνεχίζει να γράφει, μη λαμβάνοντας υπόψη την προτροπή μου.

Η Σάρα είχε μάθει να ζει και να ανταπεξέρχεται σε δύσκολες συνθήκες και επίσης προφύλασσε τον εαυτό της τη μητέρα της, τη θέση τους με αυτό τον τρόπο! Ένα κορίτσι 8 χρόνων. Με τι κριτήρια θα την αξιολογούσα; Πως θα απέδιδα την πραγματικότητα της, το προφίλ της γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό στο σχολείο, στο θεσμό; Τους παράγοντες που συνέβαλλαν; Πως θα την προστάτευα;

Και ο Αλί. Ένα αγοράκι οκτώ χρόνων. Τον γνώρισα όταν ήρθε στο ΚΠΨΥ, το καλοκαίρι με την ομάδα παιδιών του City-Plaza, για δημιουργική απασχόληση. Ο Αλί που είχε χάσει το ένα του χέρι  κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στης Συρία. Είμαστε καθισμένοι στο πάτωμα και ο Αλί παίρνει το μαρκαδόρο για να ζωγραφίσει. Για να τον βοηθήσω, διότι έχει ένα χέρι, παίρνω το μαρκαδόρο για να βγάλω το καπάκι και να του τον δώσω. Ο Αλί μου τον αρπάζει με το ένα χέρι, βγάζει το καπάκι με τα δοντάκια του, με κοιτάζει με βλέμμα θριάμβου και αρχίζει να ζωγραφίζει!

Τον θαύμασα, του χαμογέλασα, του είπα μπράβο και ζωγραφίσαμε μαζί!

Κατάλαβα ότι δεν τον βοηθούσα, πλησιάζοντας τον με λύπη, οίκτο, αλλά με αλληλεγγύη και σεβασμό στη διαφορετικότητα του. Μου έδειξε το δρόμο. Με προβλημάτισε.

Πως θα μπορούσα να βοηθήσω τη Σάρα, τον Αλί… με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, να αξιοποιήσω τις δυνατότητες τους, τη διαφορετικότητά τους; Με ποιες μεθόδους, μέσα, τεχνικές και σε ποια κατεύθυνση, καθώς η εκπαίδευση είναι μέσο καλλιέργειας, εκμάθησης δεξιοτήτων, κοινωνικής ένταξης, επιπολιτισμού, αλλά και μία πρακτική μύησης που έχει σχέση με μία δεδομένη κοινωνική κυρίαρχη τάξη; Τι μπορούσα να κάνω; Τι μου επιτρεπόταν;

Τα σημαντικότερα μοντέλα εκπαίδευσης μεταναστών όπως καταγράφονται από πολλούς ερευνητές είναι τα εξής:

Αδιαφορίας: Επικρατεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και στο όνομα της ισότητας υπάρχει η τέλεια αδιαφορία για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά  μεταναστών.

Αφομοίωσης: Απαιτεί τη ολική προσαρμογή των παιδιών των μεταναστών στην χώρα υποδοχής δηλαδή της κυρίαρχης κουλτούρας και ομάδας. Τα κοινωνικά και πολιτισμικά θέματα  και η ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών αγνοούνται παντελώς. Η προσέγγιση του είναι μονοπολιτισμική, μονοπαραγοντική.

Ένταξης/Ενσωμάτωσης: Το μοντέλο αυτό αναγνωρίζει την  πολιτισμική διαφορετικότητα, που γίνεται αποδεκτή αλλά που δεν θέτει σε κίνδυνο τα πολιτισμικά γνωρίσματα της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδα, της οποίας οι αξίες είναι ανώτερες και στην οποία οφείλουν να προσαρμοστούν.  Το σχολείο και η εκπαίδευση ευθυγραμμίζονται ουσιαστικά στην εκπαίδευση των ντόπιων μαθητών, ενώ όλοι οι άλλοι, οι «διαφορετικοί», που «αποκλίνουν» από το επίπεδο κανονικότητας, πρέπει να ενσωματωθούν ή να αφομοιωθούν, ώστε να επιτευχθεί ομοιογένεια σε μεγάλο βαθμό.

Πολυπολιτισμικό: Διαδέχθηκε τα προηγούμενα μοντέλα καθώς είχαν αποτύχει, αναγνώρισε τις ιδιαιτερότητες και την ισότητα των ευκαιριών. Αγνόησε όμως τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας που διέπουν την εκπαίδευση. Έδωσε έμφαση στις πολιτισμικές διαφορές, χωρίς να συνοδεύεται από αμφισβήτηση της εξουσίας και του ρατσισμού στα θεσμικά πλαίσια. Το εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα παραμένει εθνοκεντρικό, αναπαράγοντας το κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα στο οποίο ενισχύει την εκπαιδευτική πολιτική του διαχωρισμού.

Αντιρατσιστικό: Εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του 80 σε Αμερική και Αγγλία. Στόχοι του είναι οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, η δικαιοσύνη που υποχρεούται να προσφέρει σε όλους η πολιτική εξουσία, η αποδέσμευση από ρατσιστικές αντιλήψεις, προκαταλήψεις και εθνοκεντρικά ιδεώδη. Το αντιρατσιστικό μοντέλο με έντονα κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, βοήθησε στην ανάπτυξη αποτελεσματικών μεθόδων για τη βελτίωση της επίδοσης, την αντιμετώπιση των στερεοτύπων και των ρατσιστικών προκαταλήψεων, καθώς επίσης και στη μείωση του αποκλεισμού στον ευρύτερο σχολικό και κοινωνικό χώρο συμβάλλοντας στη διάδοση και εφαρμογή των αρχών της ισότητας και της δικαιοσύνης  

Διαπολιτισμικό: Βασίζεται στη διαπολιτισμική προσέγγιση, δίνοντας  έμφαση στη γνωριμία, στη δυναμική αλληλεπίδραση, αμοιβαία αναγνώριση και συνεργασία μεταξύ των διαφόρων πολιτισμών που συνθέτουν μία κοινωνία χωρίς την εξαφάνιση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων.

 Η διαπολιτισμική εκπαίδευση ορίζεται ως παιδαγωγική απάντηση στα προβλήματα που ανακύπτουν σε μια πολυπολιτισμική και πολυεθνική κοινωνία. Προέκυψε από τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης.

Βασικές αρχές της είναι:

Η ενσυναίσθηση, η κατανόηση της θέσης του « Άλλου ».

Η αλληλεγγύη και η καλλιέργεια συλλογικής συνείδησης.

Σεβασμός στην ετερότητα.

Μη εθνικιστικός τρόπος σκέψης. Εξάλειψη εθνικών στερεότυπων και  προκαταλήψεων. Ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και τη ζωή.

Η «διαπολιτισμική εκπαίδευση» απευθύνεται σε «ντόπιους» και «ξένους» και επιδιώκει να τους ευαισθητοποιήσει έτσι, ώστε να κυριαρχεί μεταξύ τους μια αμοιβαία ανοχή, κατανόηση, αναγνώριση και αποδοχή. Κινείται σ’ ένα «μακροεπίπεδο» και αφορά τη κοινωνία στο σύνολό της αλλά και σε μικροεπίπδεο. Υιοθετείται από διεθνείς οργανισμούς, κράτη και αναπτύσσονται προγράμματα. 

Η διαπολιτισμική εκπαίδευση παιδαγωγική έχει δεχθεί κριτική ως μέσο αναπαραγωγής μορφών της κυρίαρχης εξουσίας και διεξάγονται έρευνες για την αποτελεσματικότητα της.

Πιστεύεται ότι συνδυασμός αρχών διαπολιτισμικής και αντιρατσιστικής εκπαίδευσης είναι αυτός που μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τις διακρίσεις στην εκπαίδευση                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           

Η  Ελληνική πραγματικότητα.

Η παρουσία ενός αυξανόμενου ρυθμού μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, έδωσαν το έναυσμα για τη θέσπιση νόμου περί διαπολιτισμικής εκπαίδευσης 2431/96. Θεσμοθετείται η Ειδική Γραμματεία Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης και ιδρύονται διαπολιτισμικά σχολεία 10 Δημοτικά, 9 Γυμνάσια 4 Λύκεια. Το 1999 θεσπίζεται ο θεσμός των Τάξεων Υποδοχής τύπου Ι,ΙΙ και των Φροντιστηριακών Τμημάτων και προβλέπεται ένα ευέλικτο σχήμα θεσμικής και διδακτικής παρέμβασης σε επίπεδο σχολικών μονάδων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η ομαλή και ισόρροπη ένταξη των παλιννοστούντων, των παιδιών μεταναστών και ευάλωτων κοινωνικά ομάδων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Θεσπίζεται ο θεσμός του δίγλωσσου εκπαιδευτικού, χωρίς όμως να εφαρμόζεται.

Ο βασικός όμως προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η «εντατική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας» και όχι οι ιδιαίτερες ανάγκες προσαρμογής της μαθησιακής διαδικασίας σε παιδιά που δεν έχουν μητρική την ελληνική γλώσσα. Τα παιδιά θα έπρεπε να προσαρμοστούν.

Στο νέο νόμο, 4415/2016, ΦΕΚ 159/Α/6-9-2016, άρθρο 20, η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση ορίζεται: ως η δόμηση των σχέσεων μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων με σκοπό την άρση των ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Στο άρθρο 21, ως σκοποί και  μέσα   αναφέρονται: α) η εγγραφή των παιδιών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση σε σχολεία μαζί με παιδιά γηγενών, β) η ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου στη βάση του σεβασμού των δημοκρατικών αξιών και των δικαιωμάτων του παιδιού, γ) η εκπόνηση κατάλληλων σχολικών προγραμμάτων, σχολικών βιβλίων και διδακτικών υλικών, δ) η αντιμετώπιση των αρνητικών διακρίσεων που δημιουργούνται με βάση τις πολιτισμικές διαφορές, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, ε) μέτρα και υποστηρικτικές δομές που ευνοούν την εκπαιδευτική και κοινωνική ένταξη των παιδιών μεταναστευτικής καταγωγής σε πλαίσιο ισοτιμίας και με σεβασμό στη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας, στ) κατάλληλα επιμορφωτικά προγράμματα και δράσεις διαπολιτισμικού χαρακτήρα που απευθύνονται σε όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Αλλάζει την ονομασία των Διαπολιτισμικών Σχολείων και τα μετατρέπει σε Πειραματικά Σχολεία Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Επαναφέρει τις τάξεις Υποδοχής Ι,ΙΙ και τα φροντιστηριακά τμήματα, τα οποία είχε θεσμοθετήσει με τον προηγούμενο νόμο, αλλά είχαν εκπέσει. Επαναφέρει τις Ζώνες  Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ) και τις τάξεις Υποδοχής ΖΕΠ, με στόχο τη συμμετοχική - ενεργητική και αποτελεσματική εκπαίδευση των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που δεν έχουν την απαιτούμενη γνώση της ελληνικής γλώσσας (Ρομά, Αλλοδαπών, Παλιννοστούντων, Προσφύγων, Ευάλωτων Κοινωνικών Ομάδων κτλ.), ώστε στη συνέχεια αυτοί να ενταχθούν στο ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα.


Εισάγει υποστηρικτικές υπηρεσίες(σχολικών ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, κ.ά.) για στήριξη και ενίσχυση συνεργασιών μεταξύ εκπαιδευτικών, γονέων και εκπαιδευτικής κοινότητας στήριξη των οικογενειών, υποστηρίζει τη σύνταξη αναγκαίου υλικού στις γλώσσες των κυριότερων μεταναστευτικών ομάδων. Προβλέπει τον δεύτερο εκπαιδευτικό  στην τάξη είτε εντός , είτε εκτός τάξης στα Τμήματα Υποδοχής ΙΙ και αναφέρεται στην ανάγκη  εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, Πρωτοβάθμιας/Δευτεροβάθμιας σε θέματα Διαπολιτισμική Εκπαίδευσης και Αγωγής.

 Στο Ωρολόγιο Πρόγραμμα Ενιαίου Τύπου Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου προβλέπει ανάγκη στήριξης των μαθητών με στόχο, την ενίσχυση της ελληνομάθειας και τη δημιουργία υποστηρικτικού πλαισίου για την καταπολέμηση της σχολικής διαρροής, την ισότιμη ένταξη όλων των μαθητών, χωρίς διακρίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και την ανάγκη υποδοχής και εκπαίδευσης των παιδιών/μαθητών των προσφύγων.

Ο νέος νόμος, 4415/2016, περί Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, αναγνωρίζει ότι υφίσταται κοινωνικός αποκλεισμός και άνιση μεταχείριση σε κατηγορίες ατόμων, κινείται όμως στα πλαίσια του παλαιού νόμου, ως προς την εφαρμογή του και αοριστολογεί:  περί των ιδιαίτερων προσόντων επιστημόνων ειδικευμένων στα θέματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, εκπαίδευσης εκπαιδευτικών, σε θέματα διγλωσσίας, αξιολόγησης, κ.ά.  

Η διαπολιτισμική εκπαίδευση και αγωγή, στη χώρα μας,  φαίνεται να κινείται περισσότερο μέχρι τώρα στο χώρο της τυπογραφίας παρά της πρακτικής.

Ο χαρακτήρας της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι κύρια αφομοιωτικός/ενταξιακός και αναπαράγει την ανισότητα καθώς οι αλλοδαποί μαθητές δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες μάθησης.

Η ολική σχεδόν έλλειψη διδασκαλίας μητρικών γλωσσών στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας φανερώνει τις ισχυρές αφομοιωτικές τάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής και το μονογλωσσικό τους χαρακτήρα. Η απουσία διάθεσης πόρων για παραγωγή υλικού, δημιουργίας δομών και εκπαίδευσης προσωπικού είναι εμφανής. Πως θα διδάξουν εκπαιδευτικοί με ανάλογα προσόντα, όταν δεν προβλέπεται ρύθμιση για την εκπαίδευση των ίδιων των εκπαιδευτικών σε θέματα διαπολιτισμικής – δίγλωσσης εκπαίδευσης;

Το ενδιαφέρον και οι ανάγκες των παιδιών των μεταναστών για παιδεία και εκπαίδευση, των οποίων η γνώση της σχολικής γλώσσας είναι περιορισμένη, και το γεγονός της αύξησης του κινδύνου μειονεκτικής μεταχείρισης και αποκλεισμού τους, εξαιτίας της εθνικότητάς και της θρησκείας τους, συχνά σε συνάρτηση με την κοινωνική τους προέλευση και το φύλο τους, αντιμετωπίζονται ως ένα «επιπρόσθετο πρόβλημα». Τα παιδιά των μεταναστών πρέπει, παρά τις γλωσσικές δυσκολίες, ν’ αντέξουν και να υπερνικήσουν πολλούς μικρούς και μεγάλους μηχανισμούς διάκρισης και καθημερινής αποθάρρυνσης δηλωμένους και αδήλωτους, που περιορίζουν τη σχολική τους επιτυχία και υπονομεύουν και την ίδια  παραμονή τους στις εκπαιδευτικές δομές.

Σε συνεργασία που είχαμε αυτή τη σχολική χρονιά  2016-17 με εκπαιδευτικούς σχολείου της Κυψέλης, η εκπαιδευτικός μας ανέφερε, ότι  ήρθαν στο σχολείο Γυμνάσιο της Κυψέλης, παιδιά προσφύγων, που τους φιλοξενούνταν σε ξενώνες  της Ύπατης Αρμοστείας, που μιλούσαν μόνο τη μητρική τους γλώσσα, να παρακολουθήσουν, χωρίς καμία προετοιμασία, το αναλυτικό πρόγραμμα. Εντάχθηκαν σε κάποια τάξη, τα άλλα παιδιά τα υποδέχθηκαν με χαρά, αλλά μετά από 2-3 μέρες παρακολούθησης δεν ξαναήρθαν. Και φυσικά ήταν αναμενόμενο. Τα ποσοστά αποτυχίας και εγκατάλειψης της του σχολείου, κύρια στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι αυξημένα στα παιδιά μεταναστών, ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, σύμφωνα και με τη βιβλιογραφία.

Είναι επιτακτική ανάγκη να αγωνιστούμε για να πραγματοποιηθούν οι σκοποί της  Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης και Αγωγής, συντονισμένα, και σε πραγματικό επίπεδο και να απαιτήσουμε να υλοποιηθούν τα μέτρα του νέου νόμου, το άρθρο 22 Της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του Παιδιού Των Ηνωμένων Εθνών, για να αρχίζει να αλλάζει  η άποψη της έννοιας του Άλλου, που σε συνθήκες ακραίου νεοφιλελευθερισμού και οικονομικής κρίσης βιώνεται απειλητικά.

Κανένα παιδί πρόσφυγα εκτός κανονικού, πρωϊνού σχολείου.

Αξιοποίηση και ενδυνάμωση μορφών μη τυπικής εκπαίδευσης,(όπως δήμους, φορείς μεταναστευτικών οργανώσεων).

Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση κοινής γνώμης, συνεργασία με ομοσπονδίες γονέων, συλλόγους γονέων, κ.α.



Η εμπειρία μου από την επαφή με τα παιδιά του  χώρου προσφύγων του City Plaza μου έδωσε πολλά, σε πολλά επίπεδα. Τα συμπόνεσα και τα θαύμασα. 

Ήταν παιδιά που είχαν υποστεί πολλά τραύματα, είχαν νιώσει φόβο, απειλή, είχαν δει να καταστρέφονται όλα, να χάνουν τα πάντα, να απειλείται η ζωή τους και η ζωή της οικογένειας τους. Είχαν βρεθεί στο δρόμο, απροστάτευτα και πολλά μόνα.

Όταν πρωτοήρθαν στο χώρο μας, ήταν πολύ δύσκολο να λειτουργήσουν, να ακολουθήσουν κανόνες, να συνεργασθούν. Τα περισσότερα ήταν δύο χρόνια εκτός σχολείου. Ένα κοριτσάκι από αυτά δεν μίλαγε. Τι νάχε ζήσει και δει  άραγε;

 Στο πρόγραμμα υπήρχε  συνέπεια, συνέχεια, σταθερότητα, φροντίδα, δομή και από τις δύο πλευρές και το πρώτο που φροντίσαμε ήταν να αποκτηθεί εμπιστοσύνη. Αξιοποιήθηκαν όλοι όσοι ήθελαν να εμπλακούν.

Σιγά –σιγά τα παιδιά, εντάχθηκαν στα προγράμματα (δημιουργικής απασχόλησης, ψυχοκινητικής αγωγής, χειροτεχνίας) που δημιουργήθηκαν και άλλαξαν διαφοροποιήθηκαν. Έπαιξαν, χάρηκαν. Στις ζωγραφιές τους ξαναμπήκε το χρώμα, οι καρδούλες. Ξεδίπλωσαν τη δημιουργικότητα, τις ικανότητες τους.

 Σε αξιολόγηση παιδιών με θέματα αναπηρίας, για να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την Ύπατη Αρμοστεία, δεν θα ξεχάσω τη χαρά ενός κοριτσιού 12 χρονών, μονογονεϊκής οικογένειας από το Αφγανιστάν, που προσπαθώντας να διερευνήσω το επίπεδο της, με τη βοήθεια μεταφραστή, από αλληλέγγυους μεταφραστές του City-Plaza, με δύο χρόνια απουσίας από το σχολείο, μου έδειξε με περηφάνια, ότι έκανε σωστά τις αριθμητικές πράξεις που της έδωσα! 

 Η διαπολιτισμική εκπαίδευση μπορεί να δώσει διεξόδους στην οδύνη, να  βοηθήσει.

                                                   Σας ευχαριστώ
Καλλιόπη Οικονόμου

3.  της Χρύσας Γιαννοπούλου, διδάκτορα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Παν/μιο Μακεδονίας, με θέμα «Προσεγγίσεις του “άλλου” και διαχείριση της προσφυγικής κρίσης».

Προσεγγίσεις του “άλλου” και διαχείριση της προσφυγικής κρίσης
Η παρούσα εισήγηση εστιάζει αφενός στο πώς ο Δυτικός κόσμος αντιλαμβάνεται τον άλλο, τον ξένο, τον διαφορετικό και ιδίως τον πρόσφυγα και αφετέρου στο πως μέσα από αυτή την αντίληψη προκύπτουν και οι πολιτικές διαχείρισης της σημερινής προσφυγικής κρίσης. Θα γίνει επίσης αναφορά στο πώς η ελληνική κοινωνία έχει αντιληφθεί και δομήσει την έννοια του πρόσφυγα, αλλά και στο πως συγκροτούνται οι πρακτικές απόδοσης βοήθειας στους ήδη εγκλεισμένους και εγκλωβισμένους ανθρώπους.                                                                                                                             Σε ότι αφορά την Ελλάδα, σε επίπεδο συλλογικής μνήμης, ο όρος πρόσφυγας έχει ταυτιστεί με τον ‘’ομοεθνή’, αφού οι πρώτοι μαζικοί προσφυγικοί πληθυσμοί του 20ου αιώνα στη Ελλάδα προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, έπειτα από τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Αν και στην αρχή έγιναν δεκτοί με αρνητικά τρόπο και προσωνύμια όπως Τουρκόσποροι κλπ, στη συνέχεια ο όρος πρόσφυγας απέκτησε θετικές συνδηλώσεις έπειτα από την συλλογικά θεωρούμενη επιτυχημένη εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων μέσω του  προγράμματος αγροτικής αποκατάστασης του Ελ. Βενιζελου. Σήμερα όμως ο πρόσφυγας προϋποθέτει τον αλλοεθνή, γεγονός που αντιβαίνει στη συλλογική μνήμη μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Εξ ου και ο λόγος που ο όρος λαθρομεταναστης έχει τόσο μεγάλη πέραση.                                                                                                                       Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο άλλος, κυρίως αυτός που προέρχεται από την Ανατολή και τη Μέση Ανατολή, τυγχάνει επίσης μιας στερεοτυπικής προσέγγισης. Ο Edward Said, καθηγητής λογοτεχνίας και διανοούμενος από την Παλαιστίνη, χρησιμοποίησε το 1978 τον όρο ‘’Οριενταλισμός[1]’’ για να περιγράψει όλα τα στερεότυπα με τα οποία έντυσε η Δύση την απόπειρα νομιμοποίησης της αποικιοκρατίας και της νεοαποικιοκρατίας. Και για να το καταφέρει αυτό χρησιμοποίησε στερεοτυπικές αναπαραστάσεις στην τέχνη και στρατευμένα τις επιστήμες (πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές). Σύμφωνα με το Said καλλιεργήθηκε συστηματικά στο πλατύ κοινό η εντύπωση της κατωτερότητας αυτών των λαών και πολιτισμών, προσφέροντας έτσι άλλοθι στις προσπάθειες της Δύσης να κυριαρχήσει επάνω τους.                                                                                                                Πράγματι, η στερεοτυπική εικόνα που έχει ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης για τους λαούς της Ανατολής και Μέσης Ανατολής, για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς ευρύτερα είναι ότι πρόκειται για βάρβαρους απολίτιστους, τζιχαντιστές, τρομοκράτες και άλλα τέτοια προσωνύμια, στους οποίους ο δυτικός κόσμος πρέπει να δείξει τι πραγματικά είναι ο πολιτισμός καθώς ο δικός τους είναι σαφώς κατώτερος.   Η δε απόπειρα κατανόησης του πολιτισμικά άλλου δεν είναι σημαντική αφού στην κάθετη κλίμακα αξιολόγησης των πολιτισμών, οι πολιτισμοί εκτός δύσης είναι χαμηλά. Καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο ναζισμός, το κατεξοχήν ιδεολόγημα που μίλησε για ανωτερότητα πληθυσμών αναπτύχθηκε στη Δύση, αφού αυτή είναι που διακρίνει τους πολιτισμούς κάθετα και όχι οριζόντια.                                                       Σε θεσμικό επίπεδο, ο Κανονισμός του Δουβλίνου  που εισάγει την έννοια της πρώτης χώρας ασύλου, αντικατοπτρίζει τη λογική της ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου που θέλει τις χώρες της Μεσογείου να αποτελούν περιφέρεια της Ευρώπης όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ως μέρος του κοινωνικο-ψυχολογικού συνόρου της Ευρώπης, το οποίο ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης αντιλαμβάνεται ως το σύνορο που χωρίζει τις πλούσιες χώρες της Ευρώπης από τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολής και της Αφρικής. Το μέρος δηλαδή που πρέπει να παραμείνουν οι «ανεπιθύμητοι» προκειμένου να μη φτάσουν στο κέντρο της Ευρώπης.                                         Παράλληλα έχουμε την κατασκευή της έννοιας της ευαλωτότητας και την στρεβλή χρήση της. Ευάλωτος για την Ευρώπη σημαίνει θύμα. Όχι όμως θύμα πολέμου, ή άλλων καταστροφών που χρήζει υποστήριξης προκειμένου να ανοικοδομήσει τη ζωή του. Αντίθετα στην έννοια της ευαλωτότητας η Ευρώπη βλέπει τη θυματοποίηση, το ανίκανο δηλαδή άτομο να οδηγήσει από μόνο του τη ζωή του.  Ακόμα όμως και αυτή η στρεβλή έννοια της ευαλωτότητας συρρικνώνεται διαρκώς προκειμένου να ανακοπεί η δευτερογενής μετακίνηση των ανθρώπων από τα νησιά στην ενδοχώρα.                                                                                                       Μέσα και σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η Ευρώπη κρίνει πως και ο πρόσφυγας που έρχεται διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά, άρα εκείνος που ξέρει καλύτερα τις ανάγκες του πρόσφυγα ακόμα και από τον ίδιο τον πρόσφυγα είναι η Ευρώπη. Δημιουργείται μια λογική, μια πρακτική που λέει ότι ο πρόσφυγας δεν είναι δυνατόν να είναι ενεργητικό υποκείμενο, δεν είναι δυνατό να λάβει ο ίδιος αποφάσεις για τη μοίρα του, αλλά πρέπει να έρθουν ηγέτες κρατών και το ‘’ανθρωπιστικό’’ σύστημα να του πει τι πραγματικά χρειάζεται, που πρέπει να ζήσει, τι ανάγκες πρέπει να έχει, πότε και αν είναι ευάλωτος, ποιος είναι ευάλωτος.                                                                   Ο οριζόντιος διάλογος με τις προσφυγικές κοινότητες μοιάζει τουλάχιστον ουτοπία για τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, αφού ο πολιτισμός και ο διάλογος αφορά όποιον έχει την ευρωπαϊκή ιδιότητα.                                           Παρακάτω παρατίθεται ένα παράδειγμα από την εμπειρία μου στο camp του Σκαραμαγκά, αλλά και από κέντρα κράτησης προσφύγων το οποίο συνδέεται με το ζήτημα της ψυχικής υγείας. Στα camp που μένουν οι πρόσφυγες θα δούμε οργανώσεις να επικεντρώνονται στη διανομή ειδών πρώτης ανάγκης, ρούχα να δωρίζονται, όπως και κάποιες υπηρεσίες (σαφώς ελλιπείς κατά τη γνώμη μου) ψυχοκοινωνικής υποστήριξης γυναικών και παιδιών. Αυτές οι υπηρεσίες έχουν ήδη προαποφασισμένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο απλά ανακοινώνουν στις γυναίκες και τα παιδιά (μαθήματα αγγλικών, ραπτικής, γιόγκα κλπ). Καμιά όμως από αυτές τις υπηρεσίες δεν καλεί σε διάλογο τις ίδιες τις γυναίκες, τα άτομα δηλαδή στα οποία απευθύνονται προκειμένου να συνδιαμορφωθεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών. Ακόμα και στο θέμα του φαγητού μέχρι πρόσφατα η διανομή γινόταν μέσω εταιριών catering, ακόμα και στο φαγητό δηλαδή η Δύση ξέρει καλύτερα από σένα τι πρέπει να φας. Κατά τη γνώμη μου, η άρνηση ακόμα και στο να μαγειρέψει κάποιος το φαγητό του όπως θα έκανε στο σπίτι του κρύβει μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα : να μην του δώσεις το παραμικρό ίχνος να θεωρήσει ότι μπορεί έστω και για μια στιγμή ν α φτιάξει ένα άνετο και ζεστό σπιτικό.                                                                          Ο δε άντρας πρόσφυγας είναι η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Ελάχιστες έως μηδενικές προβλέψεις για τη ψυχοκοινωνική του στήριξη, καθώς η δύση θεωρεί ότι ο άντρας δεν μπορεί να είναι ευάλωτος, ακόμα και υπό αυτή την λανθασμένη κατασκευή περί ευαλωτότητας.                                                                                    Έτσι, δημιουργείται η εικόνα των ανθρώπων στα camp όπου όλη τους η μέρα δεν περιλαμβάνει καμία παραγωγική δραστηριότητα, καμία σύνδεση με την παραγωγική διαδικασία οι οποίοι γυρίζουν άσκοπα, οδηγούμενοι όλο και πιο πολύ κατ αυτό τον τρόπο στη δύνη των ψυχικών νοσημάτων.                                              Επίσης από την εμπειρία μου στα hotspot και στα κέντρα κράτησης, η αντιμετώπιση των ατόμων με ψυχικά νοσήματα είναι η χειρότερη δυνατή. Είναι αλήθεια πως μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού δεν είναι εξοικειωμένο με την έννοια της παροχής ψυχολογικής υπηρεσιών στις χώρες καταγωγής. Εδώ αυτό εντείνεται αφού ο τρόπος υποστήριξης, ειδικά προς τους άντρες δεν έχει καμία πολιτισμική ευαισθησία. Για να δώσω ένα παράδειγμα: Ένας άνθρωπος που ζει στα camp, απομονωμένος από τον αστικό ιστό, άρα ακόμα πιο μακριά από οποιαδήποτε πιθανότητα εξοικείωσης με την καινούρια χώρα διαβίωσης, είναι πολύ πιο δύσκολο να πειστεί για την αποδόμηση των ταμπού που συνοδεύουν την ψυχολογική υποστήριξη. Από την άλλη εκλείπει συχνά το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό που θα μπορέσει να εισάγει τη σημαντικότητα της ψυχολογικής υποστήριξης στον πολιτισμικά άλλο πριν προχωρήσει στην υποστήριξη, η οποία συχνά είναι απρόσωπη και γίνεται εντελώς διαχειριστικά. Π.χ. πάρε ένα παραπεμπτικό και πήγαινε στην ψυχιατρική κλινική.                                                                                                                       Και ένα τελευταίο παράδειγμα. Κάποια στιγμή συνάντησα έναν πρόσφυγα ο οποίος είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και ακόμα δεν είχε ούτε καν προκαταγραφεί. Προσπαθούσε καιρό μέσω skype, αλλά δεν τα κατάφερε. Παράλληλα είχε επισκεφθεί δομή ψυχικής υγείας όπου του είχαν συνταγογραφηθεί φάρμακα. Μαζί με συνάδερφο δικηγόρο του εξηγήσαμε πως αν και εκείνος επιθυμεί θα προσπαθήσουμε να τον καταγράψουμε στο γραφείο ευάλωτων χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τα προβλήματα της ψυχικής του υγείας χωρίς να χρειαστεί ραντεβού για skype, όπως και έγινε τελικά. Μας πήρε πολλές συναντήσεις μαζί του μέχρι να πειστεί πως το ότι θα καταγραφεί ως ευάλωτος δεν σημαίνει ότι είναι τρελός και ότι όλοι θα τον αντιμετωπίζουν ως τρελό όπως ο ίδιος πίστευε, ότι η ψυχική νόσος που τον συνοδεύει δεν είναι ένα αναλλοίωτο χαρακτηριστικό του, ότι είναι μια από τις πολλές και πολυεπίπεδες πλευρές του κάθε ανθρώπου, ότι δεν πειράζει, να λαμβάνεις ψυχολογική υποστήριξη στο νέο πλαίσιο που ζεις, ότι αυτό δε σε κάνει λιγότερο δυνατό, ότι δεν είσαι κάποιος άλλος. Είσαι ο ίδιος απλά με ένα καινούριο χαρακτηριστικό, αλλά πάνω από όλα, δεν πειράζει.                                                        Κλείνοντας, θέλω να τονίσω πως -κατά τη γνώμη μου- το ψυχικό τραύμα δεν προκύπτει μόνο από την τραυματική εμπειρία του ταξιδιού, δεν ενισχύεται μόνο από τις συνθήκες εγκλεισμού στα νησιά, και από τη ματαίωση της ελπίδας. Ενισχύεται και από την απογύμνωση που υφίστανται οι πρόσφυγες κατά τη διαμονή τους στην Ελλάδα, από την έλλειψη οποιαδήποτε σύνδεσης με την παραγωγική διαδικασία, με τη διαδικασία του να προσφέρεις στην οικογένεια σου τα προς το ζην, ενισχύεται μέσω της διαδικασία να στηθείς στην ουρά για φαγητό, για ρούχα. Ενισχύεται εν τέλει μέσω της διαδικασίας που υποδεικνύει πως όλη σου η ζωή είναι προαποφασισμένη και προγραμματισμένη από κάποιον άλλο, όχι όμως από σένα.
 


[1] Edward Said, Orientalism. New York: Pantheon, 1978.

4. της Δήμητρας Ξενάκη, ψυχολόγου-ψυχοθεραπεύτριας από το Κοινωνικό Φαρμακείο-Ιατρείο Ν. Φιλαδέλφειας, με θέμα «Σκέψεις, εμπειρίες, προβληματισμοί στη διαδρομή μας με πρόσφυγες και μετανάστες»

 
Εμπειρίες, σκέψεις, προβληματισμοί στη διαδρομή μας
με πρόσφυγες και μετανάστες
ή
"Πρόσφυγες:
ειδική κατηγορία ανθρώπων 'εκπληκτικής ανθεκτικότητας';"




«Το να είσαι πρόσφυγας δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο αλλά πολιτικό (1) [ή κοινωνικοπολιτικό (2)]. Οποισδήποτε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες ή αδυναμίες του, μπορεί να γίνει πρόσφυγας εξαιτίας συγκεκριμένων εξωτερικών συνθηκών, καταστροφικών γεγονότων που υπαγορεύονται από πολιτικούς παράγοντες», περιγράφει επαγγελματίας Ψυχικής Υγείας, με πολύχρονη εμπειρία με μετανάστες και πρόσφυγες, που εργαζόταν ως σύμβουλος στα Ηνωμένα Έθνη, στον ΔΟΜ (Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης) και άλλους διεθνείς οργανισμούς (1), (2).
Να σχολιάσω, ότι, το να γίνεις πρόσφυγας είναι σαφώς πολιτικό θέμα αλλά το να παραμείνεις πρόσφυγας είναι και ταξικό θέμα, συναντήσαμε φτωχούς πρόσφυγες στα camps, αυτή είναι η μη τεκμηριωμένη προσωπική μου εντύπωση και όχι μόνο η δική μου.
«Οι ψυχολογικές συνέπειες από όλα αυτά τα καταστροφικά γεγονότα επηρεάζουν τον κάθε πρόσφυγα με τρόπους που είναι ιδιαίτερα προσωπικοί (σχετίζεται με την προσωπική ιστορία του καθενός αλλά και την μοναδική ψυχοσύνθεσή του), αλλά και απρόσωποι (σχετίζεται με λόγους έξω από τον εαυτό, όπως αναφέρθηκε παραπάνω), διαπροσωπικοί (αν είναι μόνος ή με την οικογένειά του), συλλογικοί και κοινωνικοί.»  (1), (2).

Τον Δεκέμβριο του 2016 (27/12) έγινε ένα σεμινάριο με θέμα: "Τραύμα: ψυχοκοινωνική και ψυχοδυναμική προσέγγιση, θεωρητικές και τεχνικές ομοιότητες και διαφορές/ ποια η χρησιμότητα τους στο πεδίο" στο κέντρο ημέρας «Βαβέλ» που έχει αποστολή τη φροντίδα της ψυχικής υγείας μεταναστών. Προς το τέλος αυτού του σεμιναρίου παρουσιάστηκε η τρέχουσα, αν και όχι καινούργια, άποψη που έρχεται από διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις ότι η έννοια «ψυχολογικό τραύμα» έχει χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας με σκοπό να περιγραφούν τα συμπτώματα που φέρουν οι πρόσφυγες και κυμαίνονται από σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές (πχ. μετατραυματικό σύνδρομο, ψυχωτική διαταραχή, κατάθλιψη κ.ά.) μέχρι ήπια προσωπική δυσφορία, καθώς και διάφορες μορφές ομαδικών εμπειριών.
Το απολύτως αναγκαίο είναι όλοι όσοι δουλεύουν με πρόσφυγες, ανεξάρτητα από τον τομέα τους, να έχουν στο μυαλό τους την ολότητα των εμπειριών του κάθε ανθρώπου/πρόσφυγα και πως αυτές οι εμπειρίες σχετίζονται με ένα ευρύτερο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων, παρελθόντος και παρόντος, καλού και κακού, θετικού, αρνητικού και ουδέτερου. Είναι σημαντικό να κοιτάζουμε τους πρόσφυγες ως ολότητες και όχι μόνο σαν ανθρώπους που παθητικά φέρουν το τραύμα. (1), (2).

Συμφωνούμε ότι είναι, επίσης, πολύ σημαντικό και χρήσιμο να ειπωθεί ότι είναι βοηθητικό θεραπευτικό εργαλείο η δουλειά μαζί τους να εστιαστεί στο να συνειδητοποιήσουν ότι έκαναν αυτό το ταξίδι φυγής και τα κατάφεραν, ότι είναι ζωντανοί και μακριά από τον πόλεμο, ότι έχουν δύναμη, σθένος, ευελιξία, αντοχή (σωματική και ψυχική), πίστη, προσαρμοστικότητα, επιμονή και πολλές άλλες δεξιότητες που δεν είχαν ανακαλύψει ότι έχουν ή ότι τις έχουν σε τέτοιο βαθμό.
Είναι ιδιαίτερα βοηθητικό ΚΑΙ για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας που δουλεύουν με πρόσφυγες και παθαίνουν burn-out (φυσική ή σωματική κατάρρευση από εξαντλητική δουλειά ή άγχος) ή compassion fatigue (κόπωση συμπόνιας, ανάδυση κούρασης όταν ακούς συνέχεια ιστορίες καταστροφής και βίας) να μπορούν, όπως προτείνεται, να ακούσουν και να αναδείξουν και τι ακόμα εμπεριέχεται μέσα σ’ αυτές τις αφηγήσεις των προσφύγων όσον αφορά στην αντοχή τους και στην ανθεκτικότητά τους. Να εστιάζουμε, δηλαδή, ΚΑΙ στις θετικές δυνάμεις των ανθρώπων που έρχονται από τον πόλεμο για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να ξαναστήσουν τις ζωές τους.
Είναι άλλο να είσαι θύμα βίαιων γεγονότων και άλλο να διαμορφώσεις ή να σου διαμορφώνουν αυτοί που προσπαθούν να σε στηρίξουν μια «ταυτότητα θύματος». Είναι σοβαρός θεραπευτικός στόχος να μην ιατρικοποιείται/ παθολογικοποιείται ο ανθρώπινος πόνος.

Ως θεραπευτική επιλογή, λοιπόν, όσο υπάρχει αυτό το «ΚΑΙ» που εμπεριέχει στην αφήγηση των προσφύγων ΚΑΙ τα δύσκολα καταστροφικά γεγονότα αλλά ΚΑΙ την αναφορά και εστίαση στις ικανότητες που χρειάστηκαν για να ανταπεξέλθουν σ’ αυτά τα γεγονότα, είναι ένας τρόπος που στόχο έχει να ενεργοποιήσει τις υγιείς δυνάμεις των ανθρώπων που έρχονται από πολέμους και καταστροφές.

Αυτή η τόσο σημαντική έρευνα, που παραπάνω γίνονται αναφορές, με όνομα “Ψυχοκοινωνικές προοπτικές στα ανθρώπινα δικαιώματα» που περιγράφει αυτήν την αλλαγή θεραπευτικής δουλειάς με τους πρόσφυγες άλλαξε και την πρακτική των οργανισμών που δουλεύουν με τις ευάλωτες ομάδες ανθρώπων που ζητούν άσυλο και με τους πρόσφυγες. (4)

Τον Ιανουάριο του 2017 δημοσιεύτηκε στο site των Ηνωμένων Εθνών μια συνέντευξη του ανώτερου αξιωματούχου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, Pieter Ventevogel, με τίτλο: «Μακριά από το να είναι τραυματισμένοι, οι περισσότεροι πρόσφυγες είναι εκπληκτικά ανθεκτικοί» και υπότιτλος «Οι λέξεις «τραύμα» ή «τραυματισμένος» χρησιμοποιούνται συχνά για να περιγράψουν τους πρόσφυγες, αλλά ο Pieter Ventevogel λέει ότι στην πραγματικότητα οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες».
«Σκέφτομαι συχνά», λέει, όταν επισκέπτομαι refugee settings (εδώ δεν τα ονομάζει καν camps) «τι θα έκανα εγώ σε μια τέτοια κατάσταση; Θα ήμουν ικανός να αντιμετωπίσω όλη αυτή την φτώχεια και την έλλειψη προοπτικής ή την έλλειψη υπηρεσιών; Λοιπόν, ναι, απαντάει, είμαι έκπληκτος με την ανθεκτικότητα τους, με τον τρόπο που οι άνθρωποι είναι ικανοί να συνεχίσουν και να ευδοκιμήσουν στο πλαίσιο των αντιξοοτήτων. Οι άνθρωποι είναι συχνά σε θέση να κάνουν ακόμα κάτι στη ζωή τους και αυτό είναι εκπληκτικό».
Και παρακάτω, αναφέρει ότι είναι σημαντικό για ανθρώπους που έχουν σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές να έχουν πρόσβαση σε καλή ιατρική φροντίδα, δηλ. ψυχίατρο ή ψυχιατρική νοσοκόμα – έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας. Το πρόβλημα είναι ότι σε πολλά από τα μέρη που δουλεύει ο οργανισμός τους αυτοί οι ειδικευμένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας δεν είναι εύκολα διαθέσιμοι. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν, κατά τη γνώμη του, είναι να εκπαιδευτούν μη ειδικοί. Αυτό το ονομάζουν «task shifting» (δηλαδή μετατόπιση εργασιών). Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε κέντρο υγείας θα υπάρχει ένας γιατρός ή μια νοσοκόμα που θα εκπαιδευτεί για τον εντοπισμό και τη διαχείριση ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας. Αυτό δεν θα πάρει 5 ή 6 χρόνια όπως πήρε στον ίδιο να γίνει ψυχίατρος. Μπορείς να το κάνεις σύντομα, με μια πολύ εστιασμένη εκπαίδευση, έτσι οι μη επαγγελματίες μπορούν να κάνουν πολλά. (3)

Έφερα αυτά τα δυο ενδεικτικά παραδείγματα γιατί προς τα εκεί που υπάρχει τάση να πηγαίνει ο κυρίαρχος λόγος προς τα εκεί ακολουθούν και οι πολιτικές των θεσμών ή και το αντίστροφο.

Και εδώ ξεκινούν οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα:

– Πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ο κυρίαρχος λόγος; Ο λόγος δεν αντανακλά απλώς την πραγματικότητα αλλά συμμετέχει ενεργά στην κατασκευή της ανθρώπινης πραγματικότητας. Και όπως αναφέρει και ο στοχαστής και συστημικός ψυχοθεραπευτής Paul Watzlawick (Πωλ Βατζλάβικ) «...αφού είναι γνωστό, πως η γλώσσα δεν αντανακλά τόσο την πραγματικότητα, όσο τη δημιουργεί» (Watzlawick P., 1986).

– Μήπως όλα αυτά τείνουν στο να νομιμοποιηθεί η ζωή των ανθρώπων στα camps; (όταν μέσος όρος διαμονής σ’ αυτά τα στρατόπεδα είναι 17 χρόνια; δηλαδή μια γενιά!!!!) και αποκαλούνται «σε κάποιo βαθμό τεχνητές κοινότητες» όπως δήλωσε ο Killian Kleinschmidt, πρώην εργαζόμενος στον OHE, και συμπλήρωσε πως είναι οι πόλεις του μέλλοντος;
Και ο ίδιος λέει πως «Πρέπει να ξεφύγουμε από την ιδέα ότι επειδή έχεις την ταυτότητα του μετανάστη, του πρόσφυγα, του Αρειανού, του εξωγήινου, του οτιδήποτε, δεν μπορείς να είσαι σαν όλους τους άλλους», και μετά... έφτιαξε τη δική του ανθρωπιστική οργάνωση (switxboard.org) κάτι σε ανθρωπιστική επιχείρηση! (5)

– Πως και πόσο ψυχικά ισορροπημένος νιώθει κάποιος που δέχεται ότι η ζωή του συνεχίζεται σε ένα στρατόπεδο; σε έναν χώρο που είναι εκτός κοινωνίας; Αλλά, παράλληλα, δεν υπάρχουν και οι προδιαγραφές για να δημιουργηθεί μια κοινότητα γιατί αυτοί οι χώροι φτιάχνονται για προσωρινές συνθήκες διαμονής! (5)

– To «εκπληκτικά ανθεκτικοί» αφήνει, αναρωτιόμαστε, περιθώρια για το «αντέχουν και τα χειρότερα;» Δεν απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η συμπόνοια σε τέτοια «αυθόρμητα» σχόλια ενθουσιασμού από αξιωματούχο που συν-διαμορφώνει πολιτικές διαχείρισης ανθρώπων από πολέμους; Και πέρα από το ανθρώπινο, εμπεριέχεται στην ιατρική δεοντολογία ένας τέτοιος τρόπος έκφρασης;

– To να αποπαθολογικοποιείται μια ευάλωτη ομάδα ανθρώπων είναι προς όφελος της ψυχικής τους υγείας, ναι βεβαίως και θα συμφωνήσουμε, αλλά μήπως είναι κι ένας δρόμος απευαισθητοποίησης της κοινωνίας όταν, σε δημόσιες συζήτησεις ή συνεντεύξεις, αποσιωπείται η εστίαση από τη συνολική καταστροφική εικόνα ζωής τους;

– Είναι τόσο αθώα η αποταμπελοποίηση;
Γιατί όταν αιτούντες άσυλο καλούνται να πείσουν για την «αλήθεια» του αιτήματός τους μέσω ιατρικών και ψυχιατρικών διαγνώσεων, είναι ένα «διαβατήριο» για καλύτερη αντιμετώπιση από τους θεσμούς κάθε χώρας ως προς το θέμα ασύλου και όχι μόνο; Λιγότερες ταμπέλες, λιγότεροι άνθρωποι για άσυλο!

– Αν αποδεχτούμε ότι η έννοια πρόσφυγας είναι με καθαρά πολιτικούς όρους τότε γιατί η ανάλυση σταματάει στους φράχτες των camps και δεν εκτείνεται, μέσα από την συστημική θεώρηση των πραγμάτων, στην ευρύτερη κοινωνία; Γιατί δεν υπάρχει πρόταση ή δημόσια σκέψη των ειδικών από θεσμούς ή ανθρωπιστικές οργανώσεις για τη δυνατότητα/αναγκαιότητα συν-ύπαρξης των προσφύγων μέσα στον κοινωνικό ιστό των πόλεων;

– Και είναι και τα ασυνόδευτα παιδιά, ποια η εκπαίδευσή τους και το μέλλον τους; Είναι κι αυτά «εκπληκτικά ανθεκτικά»; Μεγαλώνουν μέσα στους ξενώνες των ΜΚΟ και μετά θα ζήσουν στα camps; Και είναι και τα παιδιά που έχουν γεννηθεί και θα γεννηθούν στο μέλλον στα camps, και πως είναι, αλήθεια, να μεγαλώνεις και η δική σου καθημερινή εικόνα ζωής να είναι μέσα σ’ ένα στρατόπεδο; Με τι ψυχικά εφόδια βγαίνεις στον κόσμο ως ενήλικας; Με ποια βιώματα χτίζεις θετικές βάσεις ζωής;

– Πιθανά, λένε φήμες, οι πρόσφυγες να είναι υποψήφιοι για φθηνό εργατικό δυναμικό;
Όταν στήνονται υποτυπώδεις συνθήκες ζωής οι όποιες λύσεις απελπισίας, που θα προταθούν εν καιρώ, δεν θα είναι ευκολότερα ευπρόσδεκτες;

– Τα camps ΔΕΝ προσφέρουν την ασφάλεια που χρειάζονται οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ’ αυτά, κι αυτή η πληροφορία έρχεται από τους ίδιους τους πρόσφυγες.
Ποιος θεσμός και πως διαχειρίζεται τα φαινόμενα trafficking και μη υγειονομικά ελεγμένων οίκων ανοχής σε containers; Ή όσο δεν εξάγεται το πρόβλημα από μέσα προς την έξω κοινωνία δεν ασχολούμαστε;

– Κι εμείς οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας δεν απουσιάζουμε από το να έχουμε μια ισχυρή φωνή στην κοινωνία γι’ αυτή την εξαντλητική και απάνθρωπη ψυχική κατάσταση που υφίστανται τόσο καιρό άνθρωποι που ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς;  

– Μοιάζει να μην ενδιαφέρει να ακούσουμε τους ίδιους τους πρόσφυγες για το ποιες είναι οι ανάγκες τους κι αυτό είναι γιατί το κυρίαρχο που ουρλιάζει να θέλουν είναι να έχουν την ελευθερία της μετακίνησής τους, από το έξω από το camp, το να υπάρχουν οι συνθήκες για να ζήσουν στην κοινότητα έως έξω από τη χώρα, δικαίωμα που τους έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να το κατέχουν.

Αυτό είναι μια πραγματικότητα που αντιμετωπίσαμε ΚΑΙ στις επισκέψεις μας στο τμήμα δ/νσης αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη. Μια φυλακή όπου κι εκεί «φιλοξενούνται» και γυναίκες κρατούμενες που το μόνο τους αδίκημα είναι ότι δεν έχουν τα απαραίτητα νομικά χαρτιά παραμονής τους στην Ελλάδα. Αυτές συναντάμε κάθε Τετάρτη, στον χώρο προαύλισης κάποιες φορές ή άλλες στα κελιά τους. Όπως, είπε χαρακτηριστικά η κοινωνική λειτουργός μας που, βασικά, στηρίζει αυτές τις επισκέψεις: «δεν έχω ξανανιώσει τόση φυλακή σ’ έναν ανοιχτό χώρο». Θυμίζει ταινίες με τους ψηλούς τοίχους και τα συρματοπλέγματα, μόνο που οι άνθρωποι δεν είναι ηθοποιοί και πουθενά κάτι να σκιάζει, ένας τσιμεντένιος κρανίου τόπος.
Σε χρώμα γκρίζο, είναι σα να ρουφάει την ψυχή σου. Γυναίκες με συμπτώματα είτε κρίσεων πανικού είτε μετατραυματικού στρες με εφιάλτες, αϋπνίες, έντονους και συνεχείς πονοκεφάλους, δύσπνοιες, ανεξέλεγκτες εντάσεις, πόνους στο στομάχι κ.ά.
Ζητούν γιατρούς που λείπουν, υπάρχει μόνο μια γιατρός από ΚΕΕΛΠΝΟ για κάποιες μέρες την εβδομάδα και ένας ψυχίατρος για μια φορά την εβδομάδα και οι δυο γιατροί εξυπηρετούν και έναν σεβαστό αριθμό ανδρών κρατουμένων, κραυγάζει ότι λείπουν πολύ οι ανθρώπινες συνθήκες. Οι εργαζόμενες/-οι είναι συνεργάσιμες/-οι μαζί μας και οι μετανάστριες αναφέρουν ότι δεν έχουν κακή συμπεριφορά μαζί τους.
Συναντήσαμε γυναίκες κάθε ηλικίας από Ρωσία, Φιλιππίνες, Γεωργία, Σομαλία, Νιγηρία, Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Ιράν, Πακιστάν και αλλού με οδύνη και απελπισία στα μάτια τους για το πόσο καιρό θα μείνουν έγκλειστες και αν και πότε θα έρθει δικηγόρος και αγωνία για το πως θα επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο αφού τα κινητά απαγορεύονται, μόνο τηλεκάρτες που τελειώνουν πολύ γρήγορα όταν θέλεις να μιλήσεις με τα παιδιά σου που άφησες πίσω στη χώρα σου. Κάθε γυναίκα και μια δύσκολη ιστορία, όσο πιο καινούργιες στη χώρα τόσο πιο τρομαγμένες αλλά και οι παλιότερες, ως οικονομικές μετανάστριες, καθώς ήταν τακτοποιημένες στην καθημερινότητά τους το βιώνουν βαριά να είναι στη φυλακή, δεν μπορούν να το κατανοήσουν, ούτε να το δεχτούν, «νομίζω πως είναι ένα κακό όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω στο σπίτι μου», μας λέει η κ.Λία, μια 60χρονη γυναίκα από την Γεωργία. Δύσκολη η επικοινωνία έως ανέφικτη όταν δεν μιλάνε αγγλικά, ευτυχώς υπάρχει η Μαρία, η πνευμονολόγος μας, που μιλάει αραβικά και διευρύνουμε λίγο περισσότερο τις δυνατότητες για επικοινωνία. Νομίζουμε ότι βοηθάμε σπρώχνοντας λίγο τα πράγματα με τηλέφωνα σε δικηγόρους με ερωτήσεις για την εξέλιξη του αιτήματος των μεταναστριών για άσυλο.
Και οι ΜΚΟ βοηθούν, πάρα πολύ αναγκαία η ύπαρξή τους για να μην ξεχαστούν απ’ όλους αυτές οι ψυχές (κάτι που συμβαίνει, όμως, με τους άντρες κρατούμενους, ελάχιστες ΜΚΟ ασχολούνται μαζί τους), πολλή η φιλανθρωπία και το αγορασμένο ενδιαφέρον.
Δύσκολο έργο η επίσκεψή μας εκεί, γροθιά στο στομάχι, παρόλο που επίσημα δεν ονομάζεται «φυλακή», όπως, σταθερά, μας διορθώνουν οι αστυνομικοί που συνομιλούμε για την οργάνωση της επίσκεψής μας στα κρατητήρια της δ/νσης αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη, όπου στην αρχή του χρόνου πέθανε ένας 45χρονος Αλγερινός μετανάστης από παθολογικά αίτια (προφανώς δεν ήταν αρκετά ανθεκτικός(!)
Και τέτοιου τύπου προαναχωρησιακά κέντρα, όπως λέγονται, έχουν αρχίσει να σπέρνονται, σιγά σιγά, σ’ όλη την Ελλάδα από το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής για τους πρόσφυγες προς απέλαση. Χώροι εντελώς απομονωμένοι, εκτός κοινοτικού περιβάλλοντος, με διπλά συρματοπλέγματα και απόλυτη έλλειψη ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θυμίζουν Γκουαντάναμο... το τι θα θερίσουμε ως κοινωνία είναι ένα ακόμα βαρύ ερώτημα.


Δήμητρα Ξενάκη
Ψυχολόγος/Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια,
εθελόντρια στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Ιατρείο/Φαρμακείο
Ν.Φιλαδέλφειας, Ν.Χαλκηδόνας, Ν.Ιωνίας και γύρω περιοχών.







Watzlavick, Paul. «Η γλώσσα της αλλαγής», Εκδόσεις Κέδρος, 1986, σελ. 34

(1) http://www.southeastsafenet.eu/sites/default/files/3.pdf
(A psychosocial framework for with refugees Renos Papadopoulos)

(2)http://www.allohiocc.org/resources/Documents/2015%20Sessions/AOCC%202015%20Session%2030.pdf
(Therapeutic Interventions with Refugees: A Psychoanalytic Approach)

(3) http://www.unhcr.org/news/latest/2017/1/586b78de4/qa-far-traumatized-refugees-surprisingly-resilient.html  
(Title: “Far from being traumatized, most refugees are ‘surprisingly resilient’”
Subtitle: The words ‘trauma’ or ‘traumatized’ are often used to describe refugees, but UNHCR’s Senior Mental Health Officer Pieter Ventevogel says most in fact cope with adversity.)

(4) http://impact.ref.ac.uk/CaseStudies/CaseStudy.aspx?Id=43498
(Title: “Changing the practice of organisations that work with vulnerable asylum seekers and refugees”)

«Tα στρατόπεδα προσφύγων είναι οι πόλεις του αύριο»
   

5. του Θόδωρου  Μεγαλοοικονόμου, ψυχίατρου,  με θέμα 
 
Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ

Ο όλο και πιο ασφυκτικός εγκλωβισμός των προσφύγων στην Ελλάδα, με το οδυνηρό βίωμα αυτού του αμετάκλητου εγκλωβισμού, ιδιαίτερα στα hotspot  και στα καμπ, να αποτελεί την όλο και πιο ανυπόφορη καθημερινότητά τους, ως μια περαιτέρω τραυματική εμπειρία που επιπροστίθεται και αλληλεπιδρά με τις πολυτραυματικές εμπειρίες που έχουν ήδη βιώσει μέσα την απεγνωσμένη προσπάθεια διαφυγής από τον πολεμικό όλεθρο και/ή την οικονομική καταστροφή (αλλά και τις τραυματικές εμπειρίες πριν την προσφυγιά), έχει συντελέσει, αφενός, στον πολλαπλασιασμό και αφετέρου, στην  σοβαρότητα των επιπτώσεων στη  ψυχική τους υγεία.
Οι απόπειρες αυτοκτονίας έχουν γίνει όλο και πιο πολλές, όπως και οι συνήθεις στους πρόσφυγικούς πληθυσμούς διαταραχές, όπως η ‘κατάθλιψη’, η ‘διαταραχή μετατραυματικού στρες’, τα ‘αντιδραστικά ψυχωτικά επεισόδια’, ενώ έχουν πυκνώσει οι νοσηλείες σε ψυχιατρικές μονάδες, συχνά με την διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο (το Δρομοκαίτειο, αλλά αντιπροσωπευτικά του τι συμβαίνει στο όλο σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας), το δεύτερο εξάμηνο του 2015 νοσηλεύτηκαν 12 πρόσφυγες (7 με ακούσια και 5 με εκούσια νοσηλεία), το πρώτο εξάμηνο του 2016 νοσηλεύτηκαν 23 (18 με ακούσια και 5 με εκούσια νοσηλεία), το δεύτερο εξάμηνο του 2016 οι νοσηλείες έφτασαν τις 36 (29 ακούσιες και 6 εκούσιες) και το πρώτο εξάμηνο του 2017 τις 43 (33 ακούσιες και 10 εκούσιες). Αν λάβουμε υπόψιν ότι ο εγκλωβισμός των προσφύγων απέκτησε τις αμετάκλητα ασφυκτικές του διαστάσεις μετά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας της 18/3/16, τότε η ταχεία άνοδος των νοσηλειών ακολουθεί από κοντά τις νέες, ανυπόφορα στρεσσογόνες συνθήκες, που διαμορφώθηκαν για τις χιλιάδες των προσφύγων. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για το ΨΝΑ, για το πρώτο εξάμηνο του 2017, ήταν 37 εισαγωγές από καμπ και hotspot (ενώ προσήλθαν για εξέταση άλλα 21 άτομα που δεν κρίθηκε αναγκαία η νοσηλεία τους).
Ενάντια στις μονοσήμαντες, στις ατραπούς του βιολογικού αναγωγισμού, ερμηνευτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης ψυχιατρικής, παράγοντες όπως, η προαποφασισμένη απόρριψη των αιτήσεων ασύλου, το εσκεμμένο λίμνασμα των διαδικασιών επανεγκατάστασης (relocation), τα εμπόδια που εγείρονται ακόμα και στις διαδικασίες επανένωσης των οικογενειών, σε συνδυασμό με τις συνθήκες ακραίας στέρησης στα hotspot των νησιών και στα ποικίλα ηπειρωτικά στρατόπεδα και με επικρεμάμενη την απειλή των μαζικών επαναπροωθήσεων στην, θεωρούμενη ως «ασφαλή τρίτη χώρα», Τουρκία, αποτελούν την κύρια και, ως επί το πλείστον, την αποκλειστική αιτία των ψυχολογικών προβλημάτων των προσφύγων. 
Οι δυσκολίες τους περιπλέκονται, περαιτέρω, από ζητήματα ανεργίας, φτώχειας και ανέχειας. Ακόμα και στην, όλο και πιο σπάνια, περίπτωση που κάποιος/α πάρει άσυλο (ή την λεγόμενη ‘διεθνή προστασία’), μπορεί να μείνει στο δρόμο χωρίς καμιά δυνατότητα επιβίωσης, αφού εκδιώκεται ακόμα και από τις δομές της Υπατης Αρμοστείας, στις οποίες, όσοι φιλοξενούνται, είναι για όσο εκκρεμεί η απάντηση στην αίτηση ασύλου. Μετά, ανεξαρτήτως απάντησης (θετικής ή αρνητικής), εκδιώκονται.
Τα παιδιά των προσφύγων, και ως άμεσα θύματα και ως παθητικοί παρατηρητές της βίας, δεν τυγχάνουν, συνήθως, της δέουσας ουσιαστικής προσοχής. Η όποια αξιολόγηση των προβλημάτων τους (και της πιθανής θεραπευτικής αντιμετώπισής τους) απαιτεί, εκτός από την ουσιαστική διαθεσιμότητα, και την θεραπευτική/πολιτισμική επάρκεια των λειτουργών για μια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη προσέγγιση, η οποία πρέπει, αφενός, να λάβει πλήρως υπόψιν την γλώσσα, την θρησκεία και τις πολιτισμικές τους πεποιθήσεις και, αφετέρου, το γεγονός ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι ήδη σε μια περίοδο της ζωής τους οικοδόμησης/αναζήτησης ταυτότητας και διαπραγμάτευσης πολλών αναπτυξιακών ζητημάτων. (1) Οι έντονα ψυχοπιεστικές συνθήκες που βιώνουν τα μέλη των προσφυγικών οικογενειών, μπορεί, σε μια τέτοια ηλικιακή περίοδο, να βιωθούν ως ιδιαίτερα τραυματικοί παράγοντες, ιδιαίτερα αν δεν είναι διαθέσιμη η οικογένεια και/ή οι φίλοι. Η αιφνίδια και βίαιη απώλεια του οικογενειακού περιβάλλοντος, σ΄ αυτές τις συνθήκες, συντελεί στον περιορισμό της ικανότητας παιδιών και εφήβων ν΄ αντέχουν την δυσφορία/οδύνη. Αν δεν υπάρξει συγκεκριμένη μέριμνα για τα άτομα αυτών των νεαρών ηλικιών, αυτά τα τραυματικά βιώματα και εμπειρίες μπορεί να οδηγήσουν σε καταστάσεις όπως αυτές πουν χαρακτηρισθεί ως ‘διαταραχή μετατραυματικού στρες’, ‘καταθλιπτικές αντιδράσεις’, ‘σωματικά συμπτώματα’ κλπ. Οπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί, οι τραυματισμένοι γονείς μπορεί να ‘διδάξουν’ τα παιδιά τους ιδιαίτερους τρόπους επιβίωσης στον κόσμο στον οποίο μεγάλωσαν. Δηλαδή, παλιές συγκρούσεις και τραύματα κρατούνται ζωντανά στο μυαλό των παιδιών, που ίσως δεν έζησαν όλες τις τραυματικές εμπειρίες που βίωσαν οι γονείς τους, αλλά έχουν μάθει για την ένταση των τραυμάτων μέσα από την ψυχοπαθολογία των γονιών τους. (2) Αυτή η δεύτερη γενιά παιδιών προσφύγων μπορεί να είναι σε κίνδυνο λόγω της διαγενεακής μετάδοσης αφηγήσεων σχετικά με την τραυματική προσφυγιά.
Όπως έχει, μάλιστα, παρατηρηθεί, αν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην ανάδυση σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων, είναι πολύ περισσότερα τα προβλήματα στα παιδιά τους, στην δεύτερη και τρίτη γενιά των μεταναστών και προσφύγων. Αυτό θεωρείται ότι μπορεί να συμβαίνει «είτε γιατί η πρώτη γενιά των μεταναστών μπορεί να. είναι πιο δυνατή ψυχολογικά στην αντιμετώπιση του στρες της μετανάστευσης, είτε γιατί η ψυχολογική τους νοσηρότητα δεν εκτιμήθηκε επαρκώς». (3) Παρά, δηλαδή, την αυξημένη ευαλωτότητα των προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών στην εκδήλωση προβλημάτων ψυχικής υγείας, είναι πιθανόν ότι, ακριβώς μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες έντονης ψυχολογικής αναστάτωσης, πολλά άτομα «να τείνουν να ‘τα βγάζουν πέρα’ με την άρνηση και να διατηρούν την λειτουργικότητά τους παρά τις εναντιωματικές συνθήκες». (4) Η προσφυγιά/μετανάστευση, δηλαδή, καθαυτή «μπορεί να ανεβάσει τον ουδό του ατόμου στην αναζήτηση βοήθειας, ενώ, ταυτόχρονα, να μεγιστοποιήσει τις ψυχολογικές άμυνες προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται το άγχος, την οδύνη και την δυσφορία που υπάρχει στις κοινότητες των μεταναστών». (5) Η δεύτερη γενιά, ωστόσο, βιώνει, όπως προαναφέρθηκε, μια διαφορετική εμπειρία.
Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν οι υπάρχουσες υπηρεσίες είναι κατάλληλα οργανωμένες και με λειτουργούς κατάλληλα εκπαιδευμένους, οι οποίοι να είναι σε θέση ν΄ ‘ακούσουν’ πραγματικά και να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα των βιωμάτων οδύνης των προσφύγων και, επομένως, να δώσουν τις δέουσες θεραπευτικές απαντήσεις.
Πέρα από το στοιχειώδες ζήτημα της γλωσσικής επικοινωνίας, που και αυτό επαφίεται στην περιστασιακή (και όχι καθημερινή και/ή όποτε προκύπτει η ανάγκη) διάθεση μεταφραστών από κάποιες ΜΚΟ (μεταφραστών που θα έπρεπε να είναι κατάλληλοι για το συγκεκριμένο έργο το οποίο καλούνται να επιτελέσουν), υπάρχει το ζήτημα της ουσιαστικής επικοινωνίας του λειτουργού ψυχικής υγείας με τον πρόσφυγα που προσέρχεται (ή προσάγεται) στις υπηρεσίες. Αν, δηλαδή, ο λειτουργός είναι σε θέση, αν έχει τα εφόδια, ‘να δει’, ‘ν΄ ακούσει’ και να κατανοήσει την έκφραση της οδύνης του πρόσφυγα στο ιδιαίτερο έδαφος της δικής του πολιτισμικής συγκρότησης, των ιδιαίτερων αξιών, πεποιθήσεων και νοημάτων που αυτό το πολιτισμικό υπόβαθρο σηματοδοτεί και τα οποία μορφοποιούν την έκφραση της ψυχικής οδύνης..
Γνωρίζουμε ότι η κυρίαρχη ψυχιατρική έχει συγκροτηθεί πάνω στ΄ αχνάρια της ιατρικής του σώματος, με την αναγωγή της ψυχικής αρρώστιας σε μιαν οντότητα αποχωρισμένη από το όλο της ύπαρξης και από την διαλεκτική αλληλεπίδρασή της με το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων του υποκειμένου. Αντλεί την  ‘επιστημονικότητά’ της από την μετάλλαξη του υποκειμενικού βιώματος της οδύνης στην αφηρημένη γλώσσα των σημείων, των συμπτωμάτων, των νοσολογικών κατηγοριών και των ταξινομικών συστημάτων. Το ζήτημα της ακύρωσης του βιώματος του ‘άλλου’ στο όνομα ενός αθροίσματος σημείων που συγκροτούν την εκάστοτε διαγνωστική κατηγορία είναι, επομένως, δομικό στοιχείο της κυρίαρχης ψυχιατρικής και αφορά όλους αδιακρίτως τους ψυχικά πάσχοντες. Αυτή η διάσταση ανάμεσα στο βίωμα της οδύνης και την αφηρημένη γλώσσα των σημείων είναι επόμενο να αποχτά κραυγαλέες διαστάσεις όταν θεραπευτής και θεραπευόμενος ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες, πολιτισμούς και κουλτούρες.
Εχει διαπιστωθεί ότι τα νοσολογικά συστήματα που χρησιμοποιούνται από την ψυχιατρική είναι σε μεγάλο βαθμό Ευρωκεντρικά και ωθούν τους λειτουργούς ψυχικής υγείας να υποθέτουν ότι οι ψυχικές αρρώστιες που συνήθως συναντώνται στους Ευρωπαίους ασθενείς, βρίσκονται, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και στους μη Ευρωπαίους ασθενείς – και επομένως, οι ψυχιατρικές διαταραχές που δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν ως συμμορφούμενες στα δυτικά διαγνωστικά συστήματα, απλώς φαίνεται σα να μη υπάρχουν. (6)
Ο Arthur Kleinman, από τους πρωτοπόρους της διαπολιτισμικής ψυχιατρικής, εισήγαγε την διάκριση ανάμεσα στην αρρώστια (illness) και στη νόσο (disease). (7) Η αρρώστια αναφέρεται στην αντίληψη του ασθενή, την εμπειρία, την έκφραση και τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζει τα συμπτώματά του. Η νόσος αναφέρεται στον τρόπο που οι λειτουργοί αναπλάθουν την αρρώστια στη βάση των θεωρητικών τους μοντέλων για την ψυχοπαθολογία. Σύμφωνα με τον Kleinman, η ψυχιατρική διάγνωση είναι μια ερμηνεία της εμπειρίας του ατόμου. Αυτή η ερμηνεία διαφέρει μεταξύ των επαγγελματιών με διαφορετικό προσανατολισμό, καθώς και εξαιτίας άλλων κοινωνικών παραγόντων όπως η κλινική εξειδείκευση, το θεσμικό πλαίσιο και το ιδιαίτερο πολιτιστικό περιβάλλον του ψυχιάτρου. Η όποια ανταπόκριση μεταξύ των, ως άνω εννοούμενων, αρρώστιας και νόσου δεν είναι δεδομένη και οπωσδήποτε δεν μπορεί να έχει ένα γραμμικό και αναγωγιστικό χαρακτήρα, αλλά απαιτεί πολλές διαμεσολαβήσεις. (8)
Επιπλέον, στο βαθμό που η κυρίαρχη ψυχιατρική, στην κουλτούρα και στις πρακτικές της, αντανακλά ένα σύστημα που υπαγορεύεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές και σχέσεις, η όποια διαθεσιμότητα και επάρκεια των υπηρεσιών, αλλά και η πρόσβαση σ΄ αυτές, εξαρτώνται από αυτές ακριβώς τις κυρίαρχες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Η πιο συνήθης εμπειρία των προσφύγων και όλων γενικά των μεταναστευτικών ομάδων, όταν αναζητούν την όποια βοήθεια, είναι η αντιμετώπισή τους μέσα από τις ποικίλες μορφές και εκδηλώσεις ενός ατομικού, αλλά και (πρωτίστως, αν και συχνά συγκεκαλυμμένου) θεσμικού ρατσισμού - στις διαδικασίες και στην απάντηση του αιτήματος για άσυλο, για αξιοπρεπή κατοικία, ανεύρεση δουλειάς, στην αντιμετώπισή του από τις αστυνομικές αρχές κλπ. Η επανειλημμένη έκθεση σε αυτού του είδους την αντιμετώπιση είναι επόμενο να επηρεάζει την εμπιστοσύνη στις θεσμικές διαδικασίες, οι κακές εμπειρίες από τις οποίες συντελούν, με τη σειρά τους, στην
μείωση των προσδοκιών για φροντίδα, θεραπεία κλπ.
Προκειμένου, επομένως, ν΄ ανοίξουν δρόμοι και να γίνει δυνατή η (κομβικής σημασίας για μιαν επιτυχημένη θεραπευτική συνάντηση) αμοιβαία κατανόηση μεταξύ ‘του λειτουργού ψυχικής υγείας και του ασθενή’, πρέπει ο λειτουργός να έχει συνείδηση ότι (και) ο ασθενής της εθνικής μειονότητας μπορεί να μην αντιλαμβάνεται την πράξη της ψυχιατρικής ως ‘αθώα’.
Στο βαθμό που η πράξη της ψυχιατρικής είναι ένας τρόπος νομιμοποίησης του ελέγχου και/ή της καταστολής των μη κανονικών συμπεριφορών (εξίσου γηγενών, προσφύγων και μεταναστών) που εκλαμβάνονται ως απειλή για την κατεστημένη κοινωνική οργάνωση, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορεί ν΄ αντιπροσωπεύουν (και πάλι, εξίσου για τους γηγενείς, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες) τον ελεγκτικό μηχανισμό της κοινωνίας, ο οποίος μπορεί να γίνει αντιληπτός ως καταπιεστικός εκπέμποντας, έτσι, ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την ευρύτερη κοινωνία και, ακόμα πιο πολύ, στα μέλη των εθνικών κοινοτήτων. (9)
Πρέπει, λοιπόν, ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας, προκειμένου ν΄ ανοίξει δρόμους ουσιαστικής επικοινωνίας με τον πρόσφυγα και ν΄ αποφύγει, κατά το δυνατόν, να κάνει λανθασμένους χειρισμούς, να έχει, κατ΄ αρχήν,
-επίγνωση των δικών του πολιτισμικών πεποιθήσεων, κληρονομιάς, αξιών κλπ.
-κατανόηση και γνώση των  κοινωνικών δομών των εθνικών μειονοτικών ομάδων και επίγνωση των θεσμικών φραγμών που μπορεί ν΄ αντιμετωπίζουν όταν ζητούν  βοήθεια. Κι΄ ακόμα,
-επίγνωση της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας και κατανόηση του πότε η μια αποκτά προτεραιότητα σε σχέση με την άλλη. (10)
Σκοπός της λεγόμενης ‘ψυχιατρικής εκτίμησης’ δεν θα πρέπει να είναι (όπως ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να είναι) να σπεύσει κανείς να βάλει μια διάγνωση. Αν, μάλιστα, οι ‘πρώτες γλώσσες’ του ασθενή και του ψυχιάτρου διαφέρουν, η αβεβαιότητα σχετικά με τα εκάστοτε ιδιώματα της δυσφορίας μπορεί να ενσταλάξει μιαν αίσθηση σύγχυσης και να συντελέσει σε μιαν έλλειψη κατανόησης. Και έτσι, η βιασύνη για εφαρμογή των όποιων τυποποιημένων ιατρικών μοντέλων να οδηγήσει σε αβάσιμα συμπεράσματα.
Ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας (ψυχίατρος, ψυχολόγος κλπ) πρέπει να έχει συνείδηση ότι όλα τα γεγονότα της καθημερινότητας θα έχουν, κατά πάσα πιθανότητα, διαφορετική σημασία για ασθενείς από διαφορετικά πλαίσια. (11) Πρέπει, επομένως, να γνωρίζει τους βασικούς κανόνες της κουλτούρας στην οποία ανήκει ο ασθενής που έχει απέναντί του. Να γνωρίζει, δηλαδή, τους ορισμούς του κανονικού και του μη κανονικού στην κοινωνία από την οποία προέρχεται το άτομο, αν πρόκειται ν΄ αποφύγει τις λανθασμένες εκτιμήσεις. (12)
Να έχει, κατ΄ αρχήν, πλήρη συνείδηση ότι η μετανάστευση είναι μια πανάρχαιη διαδικασία γεωγραφικής μετακίνησης από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, για λόγους κοινωνικούς, πολιτικούς, πολεμικούς, οικονομικούς. Ότι με την κίνηση της μετανάστευσης/προσφυγιάς τα άτομα παίρνουν μαζί τους τα πολιτισμικά τους πιστεύω, τις αξίες και τους τρόπους ζωής. Ότι η εθνική ταυτότητα, που συνήθως θεωρείται και αντιμετωπίζεται σε μιαν απολυτοποιητική λογική, σαν κάτι το σταθερό και παγιωμένο στο οποίο τα άτομα προσδένονται, είναι περισσότερο μια διαδικασία μέσω της οποίας τα άτομα αναζητούν μιαν «αίσθηση του ανήκειν» μέσα σε εξαιρετικά εναντιωματικές συνθήκες, μια ταυτότητα ομάδας που την έχουν ανάγκη για την διεκδίκηση απαντήσεων στις ανάγκες τους. (13) Ότι είναι η ίδια η μετανάστευση και η προσφυγιά  που φέρνουν στο προσκήνιο ζητήματα σχετικά με τις εθνικές και πολιτισμικές διαφορές (που πριν, ως επί το πλείστον, δεν ήταν στην πρώτη γραμμή), όταν η απόρριψη, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η καταπίεση γίνονται το όχημα, ο φέρων οργανισμός  που ενώνει άτομα και  ομάδες που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα θεωρούσαν τον εαυτό τους διακριτό. Ότι αυτό που έχουν ν΄ αντιμετωπίσουν οι μειονοτικές ομάδες μετά την μετανάστευση και την προσφυγιά είναι συνθήκες ακραίας στέρησης και αποξένωσης : χειρότερες συνθήκες κατοικίας, κακή υγεία, αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένοι, απόρριψη από την κυρίαρχη κοινότητα της «χώρας υποδοχής», καθώς και στερεοτυπικές αναπαραστάσεις του εαυτού τους. Αυτά τα στερεότυπα περιλαμβάνουν την «φυλετική κατωτερότητα», τις «παράξενες» τροφές και το ντύσιμο, καθώς και «παράξενα» έθιμα που ο πληθυσμός της «χώρας υποδοχής» (πιεσμένος από την ανεργία, την ανέχεια, την φτωχοποίηση) δεν καταλαβαίνει και φοβάται, με καθοριστικό, εν προκειμένω, τον ρόλο κρατικών και πολιτικών φορέων που εκμεταλλεύονται και επεξεργάζονται αυτούς τους φόβους, κατασκευάζοντάς τους ως απειλή για την ‘υγιή’ εθνική, θρησκευτική κλπ ταυτότητα. Ότι συχνά υπερπροβάλλονται πολιτισμικές αξίες της εκάστοτε χώρας προέλευσης, ότι τείνουν να προάγουν και να υποστηρίζουν καταπιεστικές πρακτικές, αλλά ο τρόπος που αυτό εκφράζεται είναι με το να δίνεται η έμφαση στις καταπιεστικές πρακτικές της ‘άλλης’ κουλτούρας σε αντίθεση με την ‘δική μας’ κουλτούρα, την ‘καλή’, που υποτίθεται ότι σέβεται ελευθερίες, ισότητα, δικαιώματα κλπ. (14)
Με δεδομένες αυτές τις προϋποθέσεις για το άνοιγμα διαδρομών επικοινωνίας με την κουλτούρα του ‘άλλου’, έχει, περαιτέρω, μεγάλη σημασία να μπορεί ο λειτουργός ψυχικής υγείας να προσεγγίσει την λεγόμενη ‘ψυχοπαθολογία’ όχι ως μιαν οικουμενική εκδήλωση αφηρημένων σημείων, που αθροίζονται ως διαγνωστικές κατηγορίες στα διεθνώς αναγνωρισμένα ταξινομικά συστήματα, αλλά ως μια έκφραση ψυχικής οδύνης που εγγράφεται στο ιδιαίτερο πολιτισμικό πλαίσιο του ψυχικά πάσχοντος υποκειμένου. Βιολογικές και πολιτισμικές διαδικασίες αλληλεπιδρούν διαλεκτικά και, κατά καιρούς, οι μεν μπορεί να  είναι πιο ισχυρές από τις δε. Αλλά, συνήθως, είναι η αλληλεπίδραση, η σχέση ανάμεσα στα δυο, που είναι πιο σημαντική από το καθένα από μόνο του. Είναι αυτή η διαλεκτική που διαμορφώνει την φυσιολογία του πόνου και της οδύνης, η οποία δεν μπορεί να ειδωθεί αποχωρισμένα από το προσωπικό βίωμα και την κοινωνική αλληλεπίδραση. (15)
Το διακύβευμα, εν προκειμένω, αφορά την σύνθετη εικόνα, που αναδύεται, ευρύτερων πολιτισμικών και κοινωνικών παραγόντων, στην αλληλεπίδρασή τους με το άτομο, και την ανάγκη να συλλάβει κανείς και να κατανοήσει τα πολιτισμικά ήθη, τα ταμπού, τις ιεροτελεστίες κλπ που υπόκεινται στην εκάστοτε υποκειμενική έκφραση της οδύνης.
Κατ΄ αρχήν, η όποια ‘ασυνήθης συμπεριφορά’ που δεν είναι ευθέως κατανοητή, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται απευθείας ως ένδειξη ψύχωσης, ή γενικώς ‘διαταραχής’, χωρίς να δοθεί προσοχή στο στοιχείο (και στο δυναμικό) της προσαρμογής, ή του τρόπου να ‘τα βγάλει κανείς πέρα’ με τη νέα κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί/εγκλωβιστεί. (16)
Η κουλτούρα, όπως έχει  επισημάνει ο A. Kleinman, έχει μια παθοπλαστική επίδραση στην ψυχοπαθολογία. Τα παραληρήματα, όπως και τα περιεχόμενα των ψευδαισθήσεων, μπορούν να τροποποιούνται σύμφωνα με τις πολιτισμικές και τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες, όπως και με θρησκευτικές αξίες. Γνωρίζουμε, πχ, ότι το περιεχόμενο των διωκτικών παραληρημάτων (οι διωκτικοί μηχανισμοί κλπ ) αλλάζουν, και στον Δυτικό κόσμο, στη διάρκεια του χρόνου ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. (17)
Η κουλτούρα θα καθορίσει, πολύ συχνά, αν εμπειρίες ψευδαισθήσεων είναι μη κανονικές ή όχι και, επίσης, αν αυτές είναι κατανοητές σ΄ ένα πολιτισμικό πλαίσιο. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι ψευδαισθήσεις και παρανοϊκές σκέψεις μπορεί να είναι πιο συχνές στις μικρότερες εθνοτικές ομάδες που αισθάνονται διωκόμενες από την κυρίαρχη κουλτούρα. Η καχυποψία για τον πληθυσμό της «χώρας υποδοχής» δεν είναι ασυνήθης και μπορεί, μάλιστα, να θεωρηθεί ως μια στάση αυτοπροστασίας. Αν, ωστόσο, αλληλεπιδράσει με επιπρόσθετους και, ως επί το πλείστον, αβίωτους στρεσσογόνους παράγοντες, μπορεί, όπως συχνά συμβαίνει, να οδηγήσει σε παρανοϊκή διαταραχή. (18)
Σχετικά με την στάση προσφύγων και μεταναστών ως προς το να μιλήσουν για τις ‘παράξενες’ εμπειρίες και βιώματά τους, ισχύει, συνήθως, ό, τι και στις λεγόμενες ‘αναπτυγμένες’ χώρες Ότι, δηλαδή, οι ψευδαισθήσεις μπορεί να ειδωθούν σαν παθολογικές, αρνητικές εμπειρίες. Με τον ίδιο τρόπο, και ασθενείς από άλλες κουλτούρες μπορεί να αισθανθούν ότι στιγματίζονται και έτσι ν΄ αποφύγουν να μιλήσουν σχετικά. Είναι, όμως, διαφορετικά σε άτομα προερχόμενα από κοινωνίες όπου αυτές οι εμπειρίες αντιμετωπίζονται ως πνευματικές, θετικές και αποδεκτές. Οπως, πχ, το να αισθάνεται κανείς την παρουσία των προγόνων και ν΄ ακούει τη φωνή τους, κάτι που  σχετίζεται με πολιτισμικές νόρμες και προσδοκίες.
Στην τρέχουσα ψυχιατρική πρακτική τα παραληρήματα συνήθως καταγράφονται χωρίς να τίθεται το πολιτισμικό τους πλαίσιο. Ωστόσο, σύμφωνα και με τον επίσημα αποδεκτό ορισμό του παραληρήματος, για να είναι μια ιδέα, ή σύμπλεγμα ιδεών,  παραλήρημα, πρέπει να είναι έξω από το πεδίο των κανονικών πεποιθήσεων της κουλτούρας στην οποία ανήκει ο ασθενής και, επομένως, μια εκτίμηση της συνάφειάς του με την κουλτούρα του ασθενή είναι βασική για να μπει μια ακριβής διάγνωση. Επομένως, ο ψυχίατρος, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να κατανοήσει την κουλτούρα στην οποία ανήκει ο ασθενής πριν αποφασίσει αν οι πεποιθήσεις αυτές είναι όχι απλώς ‘μη κανονικές’, αλλά και παθογνωμονικές μιας υποκείμενης διαταραχής. Καθώς το περιεχόμενο αυτών των πεποιθήσεων συνάγεται από το πολιτισμικό πλαίσιο του ασθενή, είναι πολύ πιθανόν να αναγνωριστεί ως τέτοιο (ως ‘μη κανονικό’, παθολογικό) από άλλα μέλη της κουλτούρας αυτής.
Θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψιν ότι σε μερικές κουλτούρες δεν γίνεται αντιληπτός ο δυϊσμός νους-σώμα και, ως εκ τούτου, σωματικά συμπτώματα γίνονται το κύριο ιδίωμα έκφρασης (ως μεταφορά) της υποκείμενης δυσφορίας. Γενικά, η σωματοποίηση, που συναντάται στο άγχος, στην ‘διαταραχή μετατροπής’, στην ‘υποχονδρίαση’ κλπ, είναι αρκετά συνήθης στους προσφυγικούς πληθυσμούς. (19)
Ως προς την κατάθλιψη, υπάρχουν αρκετές γλώσσες όπου δεν υπάρχει λέξη για τον όρο κατάθλιψη. Υπάρχουν, όμως, λέξεις για την θλίψη, την κόπωση,  έλλειψη ενέργειας, χαμηλή διάθεση και άλλα που συνιστούν την κατάθλιψη. Πολλοί, σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, ζητούν βοήθεια από  θρησκευτικές πηγές, γκουρού κλπ, γιατί θεωρούν την κατάθλιψη όχι ιατρικό πρόβλημα, αλλά μέρος της ζωής. Ομοίως, το πένθος και η απώλεια διαφέρουν ανάλογα με την  κουλτούρα. (20)
Η αυτοκτονικότητα συνδέεται, επίσης, με πολιτισμικές παραμέτρους, αλλά τα αυξημένα ποσοστά της στους προφυγικούς πληθυσμούς έχουν πρωτίστως να κάνουν με τις αφόρητες συνθήκες που αντιμετωπίζουν, με τα τείχη που ορθώνονται απέναντι στη όποια ελπίδα σ΄ ένα μέλλον ζωής. Είναι πολλοί οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες που επηρεάζουν τα πρότυπα και τις τάσεις προς αυτοκτονία. Η θρησκεία (με την πίστη στη μετενσάρκωση, κλπ), η κοινωνικοικονομική κατάσταση, ο πόλεμος, η πολιτική καταπίεση, αλλά και το αλκοόλ, η χρήση ουσιών – και, σε κάθε περίπτωση, με πολύ σημαντικό τον ρόλο της έλλειψης κοινωνικών στηριγμάτων.
Ο όρος (συχνά ως διάγνωση) «διαταραχή προσωπικότητας» είναι, επίσης, σε μεγάλο βαθμό, πολιτισμικά επηρεασμένος. Η προσωπικότητα μορφοποιείται από την κουλτούρα, τις νόρμες και τις αξίες. Για να εκτιμηθεί διαγνωστικά, πρέπει ο λειτουργός ψυχικής υγείας να μάθει την ιστορία της κουλτούρας και της υποκουλτούρας του ασθενή, ταυτόχρονα με την υπό διαμόρφωση πολιτισμική του ταυτότητα και τις όποιες (αντιφατικές, αμφιθυμικές, συγκρουσιακές) διαδικασίες ένταξης, αφομοίωσης, ή μη, στην κουλτούρα της «χώρας υποδοχής» (επιπολιτισμός κλπ). (21)
Ως προς την εκάστοτε κρινόμενη ως «επιθετική συμπεριφορά», υπάρχουν πολιτισμικές επιρροές που επιδρούν στην εκδήλωσή της διαμέσου πολιτισμικά διαμεσολαβημένων παιδικών εμπειριών. Κάθε κουλτούρα επιτρέπει ένα βαθμό βίας, αν και όχι πάντα επίσημα. Κουλτούρα και κοινωνία υπαγορεύουν πόση βία γίνεται ανεκτή και ποιες νομικές κυρώσεις εγκαθιδρύονται την αντιμετώπισή της. Ως προς την λεγόμενη ‘οικιακή βία’, σε μερικές κουλτούρες συνδέεται με την ανάληψη των ρόλων του φύλλου και τις προσδοκίες από το ρόλο του φύλλου, αλλά και με το αλκοόλ, την χρήση ουσιών κλπ. (22)
Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται, που χρειάζεται ιδιαίτερη σχετική εκπαίδευση των λειτουργών, στο εκάστοτε θεραπευτικό πλάνο που προτείνεται. Αναφερόμαστε, φυσικά, σε μιαν ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας των προσφύγων και όχι στην διαχειριστική τους αντιμετώπιση, με μιαν εξέταση σε εξωτερικό ιατρείο, με τον αποσπασματικό και κατακερματισμένο τρόπο των ΜΚΟ, ή την πρόσκαιρη νοσηλεία και την εγκατάλειψη μετά το εξιτήριο χωρίς την όποια θεραπευτική συνέχεια. Βέβαια, δεν θα περίμενε κανείς ότι πράγματα, που για χρόνια δεν έγιναν για την αντιμετώπιση των πολλαπλών σχετικών προβλημάτων των πολυπληθών μεταναστευτικών κοινοτήτων, θα γίνουν τώρα, εν μέσω κρίσης, κατάρρευσης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κατασταλτικής τους αναδίπλωσης, για τους πρόσφυγες.
Σε κάθε περίπτωση, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι είναι, κατ΄ αρχήν, πολύ σημαντική η δυνατότητα επικοινωνίας στην γλώσσα του πάσχοντος. Ασθενείς, πχ, με ‘διαταραχές της σκέψης’ είναι πιο εύκολο να διαγνωσθούν αν η συνέντευξη γίνει στην πρωταρχική γλώσσα.
Και αυτό γιατί η γλώσσα που ομιλείται, αντανακλά τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα μιας πολιτιστικής ομάδας και ορισμένες λέξεις μπορεί να έχουν μιαν ειδική σημασία σε κάποιες κουλτούρες. Δεδομένου ότι διαφορετικές κουλτούρες δίνουν διαφορετική έμφαση σε διαφορετικά πράγματα που σχετίζονται με την επιβίωσή τους, ο λειτουργός πρέπει να είναι ευαίσθητος στις ιδιαίτερες πολιτιστικές σημασίες των εκφράσεων, αν πρόκειται να καταλάβει  την ιδιωματική γλώσσα της δυσφορίας. (23)
Καθώς, ωστόσο, η κοινή γλώσσα θεραπευτή-θεραπευόμενου δεν είναι, με τα σημερινά δεδομένα, δυνατή, μεταφραστές (σε τακτική, καθημερινή βάση, και ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με την ανάγκη που προκύπτει) μπορεί να χρησιμοποιηθούν και η χρησιμοποίησή τους να είναι αποτελεσματική στην κλινική διαδικασία στο βαθμό που δεν φέρνουν τις δικές τους ερμηνείες και ο ρόλος τους κατανοείται καθαρά από την βασική θεραπευτική δυάδα.
Αυτό που, θεραπευτικά, έχει σημασία είναι η αναγνώριση της ανάγκης να υπάρξει μια συγκεκριμένη, έμπρακτη εξοικείωση/εκπαίδευση των λειτουργών ψυχικής υγείας στην διαπολιτισμική προσέγγιση της ψυχικής οδύνης και, ταυτόχρονα, η πέραν των όποιων στερεότυπων της κυρίαρχης ψυχιατρικής αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου που παίζει στην εμφάνιση/επιδείνωση των προβλημάτων ψυχικής υγείας των προσφύγων, η πολυτραυματική εμπειρία της προσφυγιάς και ο εγκλωβισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες, σε ‘κατάσταση εξαίρεσης’, στα καμπ και στα hotspot, με τα κλειστά σύνορα και τις επαναπροωθήσεις. Η αναγνώριση, δηλαδή, ότι το ‘φάρμακο’ για την ψυχική τους οδύνη είναι συγκεκριμένο: η άρση των όρων που τους έχουν στερήσει την ελπίδα και την προοπτική σε ένα μέλλον, για μιαν ασφαλή ζωή, με αναγνωρισμένα δικαιώματα (άσυλο, ικανοποιητικά αμειβόμενη εργασία, εκπαίδευση, υγεία κλπ).
Αυτή η επικοινωνία με τον πρόσφυγα/υποκείμενο οδύνης θέλει προσοχή να μην αναχθεί στις, γνωστές για την αυτοαναφορικότητά τους και την ακαμψία τους, ψυχοθεραπευτικές τεχνικές, οι οποίες, ως γνωστόν, πέραν των όποιων άλλων περιορισμών τους, έχουν αναπτυχθεί πάνω σε μιαν Ευρω-Βορειοαμερικανική βάση. Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία με τις μεταναστευτικές κοινότητες σε Ευρώπη και Αμερική, η όποια παροχή αυτών των υπηρεσιών σε εθνικές μειονότητες φέρει, εκτός με τα προαναφερθέντα συνοδά προβλήματα της λεκτικής και εννοιολογικής ισοδυναμίας, και μια επιπλέον δυσκολία : το γεγονός, δηλαδή, ότι, μερικές ομάδες μπορεί να βρίσκουν την δυτική, εξαρτημένη από το εγώ, ψυχολογία ως ακατάλληλη, απειλητική και μη αποδεκτή στο δικό τους πολιτισμικό πλαίσιο. Σ΄ αυτές τις κοινωνίες και τις κουλτούρες, όπου ο ατομικός εαυτός παραμένει ένα ακέραιο μέρος της κοινωνίας και της οικογένειας, η ατομική ψυχοθεραπεία, ειδικά αν είναι εστιασμένη στην εξατομίκευση, μπορεί να μην είναι εύκολα αποδεκτή. Το ίδιο, ωστόσο, μπορεί να ισχύει και με την ομαδική θεραπεία, η οποία πιθανόν, επίσης, να μην είναι αποδεκτή γιατί, ανοίγοντας ζητήματα οικογένειας, ίσως να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πολύ σημαντική, σε ορισμένα πολιτισμικά πλαίσια, εχεμύθεια. (24)
Αλλά και στο ζήτημα των ψυχοφαρμάκων, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει ν΄ αποτελεί την ‘εύκολη λύση’, υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση διεθνώς στην διερεύνηση των κοινωνικοπολιτισμικών παραμέτρων που αποδεδειγμένα επηρεάζουν, μέσω της επίδρασης που ασκούν στον μεταβολισμό (παράγοντας, έτσι, μια βιολογική διαφοροποίηση), την φαρμακοκινητική και την φαρμακοδυναμική (και επομένως, δοσολογίες κλπ).
Σε κάθε περίπτωση, η ψυχιατρική, αυτή που κυριαρχικά ασκείται στις χώρες της Δύσης, θα μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια σε πρόσφυγες και μετανάστες (αλλά και στους γηγενείς) μόνο στο βαθμό που θα ξεπερνάει τα βιοπολιτικά στερεότυπα που την διαπερνούν και θα ανοίγεται, μεταξύ άλλων, σε μιαν οπτική (και σε μιαν εκπαίδευση) που, πέρα από τον ‘εκ των προτέρων’ σεβασμό στα πλήρη δικαιώματα, στην υποκειμενικότητα και το βίωμα του ψυχικά πάσχοντος, θα περιλαμβάνει ζητήματα όπως η κοινωνική κατασκευή του έθνους, της φυλής και της κουλτούρας, οι διαφορές μεταξύ τους κοκ.

Βιβλιογραφικές αναφορές

1. Dinesh Bhugra & Kamaldeep Bhui: “Cross-Cultural Psychiatry. A practical guide”. Εκδ. ‘Arnold’, 2001.
2. οππ.
3. οππ.
4. οππ.
5. οππ.
6. οππ.
7. Arthur Kleinman: “Rethinking Psychiatry. From cultural category to personal experience”. Εκδ. ‘The Free Press’, 1988.
8. οππ.
9. Dinesh Bhugra & Kamaldeep Bhui οππ.
10. οππ.
11. οππ.
12. Arthur Kleinman, οππ.
13. Dinesh Bhugra & Kamaldeep Bhui, οππ.
14. οππ.
15. Arthur Kleinman, οππ.
16. Dinesh Bhugra & Kamaldeep Bhui, οππ.
17. Arthur Kleinman, οππ.
18. Dinesh Bhugra & Kamaldeep Bhui, οππ.
19. οππ.
20. οππ.
21. οππ.
22. οππ.
23. οππ.
24. οππ.



25/6/2017
Θ. Μεγαλοοικονόμου